Όταν άρχισα να συγκεντρώνω πληροφορίες για την συγγραφή του βιβλίου “Καρπαθιακή Παρουσία στην Αμερική”, τα βήματα μου με οδήγησαν στο νεκροταφείο του Charleston SC. Στην σκιά ενός υπέργηρου δέντρου βρισκόταν η τελευταία κατοικία του Νικολάου Μαστροπαναγιώτη, του πρώτου γνωστού Καρπάθιου μετανάστη που ήρθε στην Αμερική το 1872 και άνοιξε τον δρόμο στους χιλιάδες Καρπάθιους που τον ακολούθησαν.
Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκα το νεκροταφείο στο Wheeling WV για να προσκυνήσω τον τάφο της γιαγιάς μου Βαγγέλας Αλεξιάδη-Σταματάκη. Πέθανε το 1925 και ήταν θαμένη στο τμήμα του νεκροταφείου που ήταν για Έλληνες. Μεταξύ των τάφων αναγνώρισα αρκετούς με Καρπάθικα επίθετα και όπως οι τάφοι τους βρίσκονταν κάτω από πανύψηλα δέντρα, μου φάνηκε πως όλοι τους ήταν ζωντανοί και βρίσκονταν για διακοπές στον Μερτώνα, στο Κατώδιο ή σε κάποια άλλη εξοχή της Καρπάθου.
Συνεχίζοντας τις αναζητήσεις μου βρέθηκα στο Dawson NM, εκεί που, το 1913 σε μια έκρυξη ανθρακωρυχείου, 284 ανθρακωρύχοι έχασαν την ζωή τους, μεταξύ αυτών και έξη Καρπάθιοι. Βρήκα την πόλη εγκαταλελημένη και μισοερυπομένη και στην πλαγιά ενός λόφου οι τάφοι των νεκρών ανθρακωρύχων. Τους έθαψαν χωρίς καμιά ιεροτελεστία, όπως λέει και το Καρπάθικο τραγούδι:
Χωρίς λιάνι και κερί, χωρίς παπά και διάκο
κι αλάργα ’πό την εκκλησιά, σ’ αγριόμερο χωράφι.
και με τον ίδιο τρόπο ένας Καρπάθιος ανθρακωρύχος, που δεν πήγε εκείνη την μέρα στην δουλειά, περιέγραψε τον ενταφιασμό των αδικοχαμένων:
Μα είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πως τους θάφτουν,
δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη,
δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδελφή στο πλάι.
Έτσι, όταν πριν από 31 χρόνια το Παγκαρπαθιακό Ίδρυμα αποφάσισε να τελεί ετήσιο «Παγκαρπαθιακό Μνημόσυνο» στην μνήμη των αποθανόντων μελών, ευεργετών και δωρητών του, συμπεριέλαβε και τους συμπατριώτες μας που δεν πρόφθασαν να δουν “καπνόν αποθρώσκοντα …”.
Παρά τις κατακλυσμιαίες βροχές και πλημμύρες, την Κυριακή 11 Φεβρουαρίου, περισσότεροι από 500 Καρπάθιοι και άλλοι ομογενείς συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο Paramus, New Jersey για να παρακολουθήσουν την θεία λειτουργία και το ετήσιο «Παγκαρπαθιακό Μνημόσυνο». Μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν ο πρόεδρος του Ιδρύματος οδοντίατρος Βάσος Χαλκιάς με όλο το ΔΣ, οι πρόεδροι της “Ομόνοιας” Θέμης Νισύριος και “Αγίων Αναργύρων” Ανδρέας Διάκος και ο πρόεδρος του Pangregorian Γιώργος Σιαγκούλης. Το μνημόσυνο τέλεσε ο ιερατικός προϊστάμενος Ανάργυρος Σταυρόπουλος μαζί με τον Καρπάθιο αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ανδρεάδη, που παρά τα 96 του χρόνια συμμετέχει σε όλες τις Καρπαθιακές ιεροτελεστίες.
Μετά την Θεία λειτουργία και το μνημόσυνο ακολούθησε δεξίωση στο χολ της εκκλησίας, όπου προσφέρθηκε γεύμα, με παραδοσιακά Καρπαθιακά φαγητά (κουλούρια, λαχανόπιτες, γλυκά), φρούτα, καφές, αναψυκτικά δωρεά του Wayne Hills Diner των συμπατριωτών μας Γιώργου & Εβίτα Αλεξιάδη, Βάσου & Κοκόνας Χαλκιά, Γιώργου Εμ. Κωνσταντινίδη, Γιάγκου & Άννας Μικροπαντρεμένου, Γιάννη & Αθηνάς Φιλιππίδη, Μιχάλη & Άννας Σακελλάκη, Ανδρέα & Μαρίας Αλεξιάδη, Ανδρέα & Φανής Διάκου, Ειρήνης Εμ. Χαλκιά, Κωστή & Ειρήνης Μικροπαντρεμένου, Ηλία & Δέσποινας Κούρουγλου και Ελευθερίου & Μαρίας Σακελλάρη. Το κόλυβο πρόσφερε η Ολυμπία Σκούλου, τα λουλούδια για την διακόσμηση της αίθουσας η Ρίκα Κωνσταντινίδη-Missbrenner και την εκτύπωση του προγράμματος ο Τομ Ν. Σταυράκης (Restaurant Graphics). Όλες οι προσφορές έγιναν στην μνήμη αποθανόντων συγγενών τους. Το πολιτιστικό πρόγραμμα που ακολούθησε παρουσίασε ο Μανώλης Φρίξου Βόζος.
Ο πάτερ Ανδρεάδης, μαζί με τις ευλογίες του συνεχάρη τους συμπατριώτες μας που βρίσκονται προσηλωμένοι στις παραδόσεις του νησιού, δεν ξεχνούν και μνημονεύουν τους συμπατριώτες μας που δεν είναι πια μαζί μας.
Στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος του Ιδρύματος ευχαρίστησε όλους που βοήθησαν στην επιτυχία του μνημοσύνου και της εκδήλωσεις και αναφέρθηκε στο ιστορικό του Παν-Καρπαθιακού μνημόσυνου, που καθιερώθηκε πριν από 31 χρόνια και γίνεται την Κυριακή που συμπίπτει με το Ψυχοσάββατο, σε μια από τις εκκλησίες του New Jersey, όπου εκκλησιάζονται πολλοί Καρπάθιοι. Τονίζοντας ότι “δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα ξενύχτια και τους κόπους, την οικονομική τους προσφορά και τη δύναμη της ψυχής τους, παρά τις αντίξοες συνθήκες της εποχής εκείνης, με μόνο και μοναδικό σκοπο το καλό της παροικίας μας. Τελειώνοντας κάλεσε την νεολαία να πλαισιώσει το Ίδρυμα για να συνεχίσει το έργο που μας κληρονόμησαν οι μνημονευόμενοι.
Το φετινό μνημόσυνο ήταν αφιερωμένο στους Καρπάθιους λαϊκούς ποιητές και μουσικούς, που ερχόμενοι στην Αμερική εκτός από την αγάπη τους για τον τόπο που άφησαν πίσω τους έφεραν μαζί τους τη λύρα, το λαούτο, τη τσαμπούνα και το ποιητικό τους ταλέντο και δεν μας άφησαν να ξεχάσουμε τη πολιτισμική παράδοση του νησιού μας. Η παρουσίαση του προγράμματος περιελάμβανε την προβολή των φωτογραφιών των μνημονευομένων με σύντομα βιογραφικά σημειώματα. Όπως προβάλλονταν οι φωτογραφίες η μια μετά την άλλη, περνούσαν από την μνήμη και αιωνόβιοι συμπατριώτες μας αλλά και άλλοι που νέοι έχασαν την ζωή τους στα πεδία των μαχών, από δυστυχήματα σε ανθρακωρυχεία και χαλυβουργία και από επάρατους νόσους, μόλις που άνοιξε η πόρτα της ζωής πρόφθασε και την έκλεισε ο χάρος. Ενδιάμεσα οι κυρίες Σοφία Λογοθέτη και Πόπη Ζανάκη αναφέρθησαν στο ιστορικό των λαϊκών ποιητών και μουσικών των Καρπαθίων στην Αμερική.
Καρπάθιοι Λαϊκοί Ποιητές και Μουσικοί στην Αμερική
Σοφία Λογοθέτη
Μεταξύ των πρώτων Καρπαθιών που ήρθαν στην Αμερική το 1906 και έπιασαν δουλειά στα ανθρακωρυχεία του Canonsburg PA ήταν ο Σταύρος Αναγνωστόπουλος από το Όθος, που μαζί του έφερε και τη λύρα του. Την ίδια εποχή ήρθε στην Αμερική ο Γιάννης Χαψής από την Όλυμπο, που κι αυτός έφερε τη τσαμπούνα του και μαζί με τους άλλους Καρπάθιους έπιασε δουλειά στα χαλυβουργεία του Yorkville OH. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές, με τον ήχο της λύρας και της τσαμπούνας οι Καρπάθιοι ανθρακωρύχοι του Canonsburg και οι χαλυβουργοί του Yorkville ξεχνούσαν τους καημούς της ξενητιάς. Με τους ίδιους οργανοπέκτες διασκέδασαν οι συμπατριώτες μας στο γάμο του Νίκου Σαΐτη και της Βενετσιάνας του παπά Μηνά Ασλανίδη, που έγινε στο New Castel PA το 1913, κι ήταν ο πρώτος Καρπάθικος γάμος που έγινε στην Αμερική.
Το 1949 ήλθε στην Αμερική ο αείμνηστος λυριστής Βασίλης Λαχανάς από την Βωλάδα και οι αείμνηστοι λαουτιέρηδες Γιάννης Μακρής και Γιώργος Μπέρτος από το Απέρι. Αυτούς ακολούθησαν και άλλοι Καρπάθιοι οργανοπέκτες και τραγουδηστές όπως ο φημισμένος Υψηλός (Μιχάλης Αναγνωστόπουλος) από την Βωλάδα, που ήρθε στην Αμερική το 1970, και προτού πεθάνει είπε την προφητική μαντινάδα:
Εγώ μου που τους έφερνα τους νέους που τα ξένα,
εξήλεψε η ξενητειά, επήρε με και μένα.
Τα επόμενα χρόνια η Καρπαθιακή παροικία γέννησε τους δικούς της λαϊκούς μουσικούς και τραγουδιστές μεταξύ των οποίων τους αείμνηστους Μανώλη Χρυσό από τα Σπόα, Γιώργο Βασιλαράκη από Βωλάδα και Όθος, Μιχάλη Σαρρή από το Μεσοχώρι και Αντώνη Νικολαΐδη από την Όλυμπο, που ο Χάρος έκοψε το νήμα της σύντομης ζωής τους. Τον χαμό τους έκλαψε η παροικία μας:
Για τον Μανώλη Χρυσό:
Ούλα τα Σπώα άφησες στο πένθος βουτημένο,
κλάψανε το βλαστάρι τους το αδικοχαμένο.
Με την τσαμπούνα μιαν αυγή έλα να μας ξυπνήσεις,
και με του φέγγου το σκοπό πάλι να τραγουδήσεις.
Για τον Γιώργο Βασιλαράκη:
Συνόδευε η λύρα σου πίκρες χαρές και πόθους,
μες τα σοκάκια της Βωλάς και στα στενά του Όθους.
Πάνω στης Λάστου τη κορφή πέρδικες κελαϊδούνε,
για το δικό σου το χαμό Γιώργο μοιρολογούνε.
Για τον Μιχάλη Σαρρή:
Της λύρας τα πατήματα που άλλος (δ)εν εμπόρει,
από δασκάλους τα ‘μαθες εσύ στο Μεσοχώρι.
Αξέχαστες ειν’ οι στιγμές που γλέντιζα μαζί σου,
της Παναγίας το νερό δροσιά εις τη ψυχή σου.
Για τον Αντώνη Νικολαΐδη:
Στην Έλυμπο άμα γλεντούν και κάτω στο Γιαφάνι,
συχνορωτούν ο Αντωνής που ‘πήε κι ‘εν εφάνει.
Λουλούδι Ολυμπίτικο απάνω στον αθό σου,
Κάρπαθος και Αμερική κλάψαν για το χαμό σου.
Πόπη Ζανάκη
Νίκος Διάκος
Απ’ όλους τους Καρπάθιους της Αμερική, ο αείμνηστος Νίκος Διάκος είναι ο πιο γνωστός στην Ομογένεια για το ποιητικό του ταλέντο, που όπως λένε το κληρονόμησε από τον πατέρα του και από την μάνα που τον νανούριζε με Καρπάθικα τραγούδια και μαντινάδες. Τα ποιήματα του Διάκου τα διακρίνει η αλληγορία, η έκφραση πρωτόγονων αισθημάτων και η απλή λαϊκή φιλοσοφία, όπως σχολειάζει η Μαριγούλα Κριτσιώτη:
Παίρνεις τα λόγια, βάλεις τα, σειρά σειρά σε τάξη,
και τα κεντάς με της καρδιάς, και με του νου μετάξι.
Κι όπως ο ίδιος περιγράφει την μαντινάδα:
Η μαντινά το πόνο σου, για λίγο μαλακώνει,
μα ‘κει που τον βαστάς κρυφό, αυτή το φανερώνει.
Ο Νίκος Διάκος παίρνει εικόνες από την ποιμενική ζωή της Καρπάθου, όταν αναφέρεται στις ηγετικές ικανότητες του γιατρού Μιχάλη Γεργατσούλη.
Και σα τον μπροσταρότραο, μ’ ούλη τη δύναμη του,
φυλάει και καθοδηγά για χρόνια το μαντρί του.
Και με τις ίδιες εικόνες περιγράφει τις δυσκολίες που συνάντησε στην δημιουργία του “Καρπάθικου Σπιτιού της Αμερικής”.
Γκρεμούς λαγκάδια και βουνά επαίρνα και περπάτα,
και τον εκαμαρώνασι σε ούλα τα μητάτα.
Το 1995 το περιοδικό Karpathos στο εξώφυλλο του δημοσίευσε την φωτογραφία μιας γριάς που κρατούσε στην αγκαλιά της το 8χρονο εγγόνι της. Μέσα στο μυαλό της γιαγιάς μπείκε ο Διάκος και διάβασε τις σκέψεις της για το μέλλον του εγγονιού της και τους φόβους της, μήπως και το πάρει η ξενιτιά.
Πουλί μικρό κι ανήξερο, σκέψου πριχού πετάσεις
τι άνεμο θα βολευτείς, πια στράτα θία πιάσεις.
Στο πέταμά σου άμα χαθείς, νοιώσεις ορφανεμένο
να μη καήσεις σε χλαΐ, να κελαδίσεις ξένο.
Το 1990, ο Νίκος Διάκος, μαζί με ολόκληρη η Καρπαθιακή παροικία της Αμερικής, θρήνησε τον απροσδόκητο χαμό της 19χρονης αριστούχας φοιτήτριας του Columbia University, Βασιλείας Βασιλειάδη.
Όμως δεν ήτο τυχερό εις τη ζωής τη πόρτα,
προτού ναρθούνε οι χαρές, ο Χάρος μπήκε πρώτα.
Όταν ο πατέρας του βρισκόταν σοβαρά άρρωστος στο νοσοκομείο της Ρόδου, με κανένα τρόπο δεν ήθελε να μπει στο χειρουργείο, αν δεν ερχόταν ο πρωτογιός του από την Αμερική. Μόλις ο Νίκος έφτασε στην Ρόδο και μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα του, έσκυψε γεμάτος αγάπη, φύλησε τον σεβάσμιο πατέρα και του ψιθύρισε:
Ήρτα που το παράγγειλες, να δεις το πρωτογιό σου,
να νυχτοξημερώνετε εις το προσκέφαλο σου.
Όταν το βλέμμα του πατέρα αντάμωσε το βλέμμα του γιου, και ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του, ανασηκώθηκε λίγο και απάντησε:
Φώναξε τώρα του γιατρού να κόψει και να ράψει,
κι αν δεν ξυπνήσω, ο Νικολής, ήρτε για να με θάψει.
Κι όταν το 1994 ο χάρος κτύπησε την πόρτα του και πήρε τον μοναχογιό του, βρήκε το κουράγιο να περιγράφει τον αφόρητο καημό του:
Μ’ ούλο τον κόσμο τα ’βαλα και τα ’χα βγάλει πέρα,
κι άξαφνα κατακούτελα μου ’ριξε ο Θεός τη σφαίρα.