Τριγύριζε η Μαρία καθημερινά στις γειτονιές μας. Αμίλητη, απρόσιτη, χαμένη στους δικούς της χώρους, ατημέλητη και πεινασμένη.
Με προφανή την ιδιαιτερότητα της, ήρθε μια μέρα από το πουθενά. Κανένας δεν γνώριζε από που και πως. Γνώρισε τους ανθρώπους, έμαθε που θα έβρισκε ζεστασιά και καλοσύνη, και που αδιαφορία και απανθρωπιά.
Σε μικρά ξωκκλήσια τρύπωνε τις νύχτες. Μάζευε ότι νόμιζε πως θα της ήταν χρήσιμο, αλλά και όλα τα μικρά εικονισματάκια και με ευλάβεια και σεβασμό τα ακουμπούσε σε διάφορες εκκλησιές.
Αυτό που όλοι γνώριζαν ήταν ο μεγάλος φόβος της όταν τύχαινε να συναντήσει τον Μαστροβαγγέλη. Τρέμοντας και τραυλίζοντας εξαφανιζόταν από προσώπου γης.
Ο Μαστροβαγγέλης ήταν ένας φιλήσυχος και σιωπηλός άνθρωπος χωρίς πολλά-πολλά με κανέναν. Ταπεινός, αγέρωχος, μαυριδερός, αδύνατος και πανύψηλος. Ίσως αυτά τα χαρακτηριστικά του φόβιζαν τόσο πολύ τη Μαρία.
Άνθρωπος του μεροκάματου, δούλευε ολημερίς, όμως το βράδυ κατέθετε τον κόπο και τον ιδρώτα του μπροστά στο καραφάκι με τη ρακή στο καφενείο του χωριού. Και όταν μεθυσμένος και παραπατώντας γυρνούσε στο καμαράκι που νοίκιαζε στη γειτονιά, έβγαζε όλα τα απωθημένα και τις πίκρες του βρίζοντας και φωνάζοντας έως το ξημέρωμα. Οι φωνές του αντηλαλούσαν απέναντι και όλοι μάθαιναν τα βάσανα και τα κλεμμένα όνειρα του Μαστροβαγγέλη.
Με την άνοιξη να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνιση της, την άνοιξη και τον χειμώνα να διεκδικούν την ομορφιά και το πράσινο και όλα να αλλάζουν, παρασέρνοντας και τις δικές μας αισθήσεις σε αυτή την αναγέννηση της φύσης.
Μπουμπουκιασμένη και η αμυγδαλιά που ενώ γύρω της είναι ακόμη χειμώνας αυτή έχει δεχτεί τα πρώτα ανοιξιάτικα μηνύματα και την βλέπουμε ξαφνικά μέσα στον Φλεβάρη να τρέμει στον γύρω αγέρα ολάνθιστη.
Ένα σφύριγμα, ένα βουητό περίεργο ξεσήκωνε το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα μεγάλο κοχύλι φυσούσαν παιδιά από μια γειτονιά στα βορεινά του χωριού σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του Τριωδίου και την έναρξη της Αποκριάς. Ήταν ευχάριστο το πρωινό ξύπνημα και όλα άλλαζαν.
Έθιμα παλιά ξαναζούσαν, αποκριάτικα γλυκά, άφθονο το γάλα από τους πλανόδιους πωλητές για τα γιαούρτια, τα ανθότυρα και τα ρυζόγαλα. Οι μεταμφιεσμένοι, μικροί και μεγάλοι, τρυγυρνούσαν τις νύχτες, δίνοντας εύθυμες αυτοσχέδιες παραστάσεις.
Ένα αποκριάτικο ξεφάντωμα σαν να ήθελαν όλοι να ξορκίσουν τις σκοτεινές νύχτες του χειμώνα.
Ένα τέτοιο βράδυ βρέθηκε η Μαρία εμπρός στον μεθυσμένο Μαστροβαγγέλη.
“Είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και αποτρελάθηκε” λέει ο λαός μας. Παρέλυσε από την τρομάρα της, έκανε να ξεφύγει μα δεν πρόφτασε. Την άρπαξε άγρια εκείνος και άρχισε να την παρασέρνει νομίζοντας την για τσιγγάνα.
Βούηξε ο τόπος, μαζεύτηκαν οι μικροί καουμπόηδες, οι μικρές σπανιόλες και τα αγέρωχα στρατιωτάκια που διασκέδαζαν με το απρόοπτο νυχτερινό επεισόδιο. Ούρλιαζε η Μαρία, συνέχιζε να την τραβολογά ο Μαστροβαγγέλης, μέχρι τη στιγμή που παραπάτησε και έπεσε στο διπλανό χαντάκι μαζί με τη δύστυχη, κατατρομαγμένη Μαρία.
Παρέλυσαν τα χέρια του, μπόρεσε να ελευθερωθεί εκείνη, που έγινε άφαντη στη στιγμή. Δεν ξαναφάνηκε ποτέ η Μαρία από εκείνο το βράδυ. Την έψαξαν, ρώτησαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Φήμες ακούστηκαν πολλές, όμως τίποτα συγκεκριμένο δεν μαθεύτηκε ποτέ.
Δεν έζησε όμως και ο Μαστροβαγγέλης. Τον βρήκε σχεδόν αμέσως ο θάνατος, νικημένος από το ποτό και το λιωμένο συκώτι.
Το πέρασμα τους από το χωριό θυμίζουν τα εικονισματάκια της Μαρίας και ο απέριττος τάφος του Μαστροβαγγέλη στο κοιμητήριο του χωριού.
Ο Δημιουργός τους ήθελε κοντά του, γαλημένους, ήρεμους και αγαπημένους.
Ποιος ξέρει, ίσως σήμερα να τριγυρνούν μαζί στους φωτεινούς ροδώνους του Παραδείσου.