Με τις χάντρες του κομπολογιού του μετρούσε τις στιγμές και απολάμβανε τη θαλπωρή του σπιτιού του ο Μιχάλης.
Ήταν τα αρθριτικά που τον ταλαιπωρούσαν, ήταν και κείνο το ψιλόβροχο που δεν έλεγε να σταματήσει, ήταν και το Δεκεμβριανό κρύο που τον ανάγκασαν να περιοριστεί στο σπίτι του. Σοβαρός, λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα του, σωστός και δίκαιος στις συναλλαγές του, ήταν αγαπητός στη γειτονιά και στους γνωστούς του.
Άστραφτε και βρόνταγε όμως αν κάποιος αμφισβητούσε το δίκιο του. Τύλιγε τότε στο τσιγαρόχαρτο τον καπνό και με το καφεδάκι και τον καλό λόγο της Κυραννιάς της γυναίκας του, ηρεμούσε και απαντούσε με αντίλογο ήρεμο και γνωστικό.
Κάθε βράδυ η γειτονιά μαζευόταν στο σπίτι του και εκεί ξεδίπλωνε ο καθένας τις καθημερινές χαρές ή τις λύπες του και οι βραδιές εκείνου του δύσκολου χειμώνα ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα στον σκοτεινό κόσμο του πολέμου και της κατοχής. Ήταν χαρούμενος εκείνο το πρωινό γιατί το γράμμα του μοναχογιού του που ήταν φοιτητής στην Ιταλία τον πληροφορούσε ότι θα περνούσαν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.
Σκέφτηκε πως έπρεπε να παραγγείλει καινούργια παπούτσια, αν και έλεγε ότι τα πολλά έξοδα ήταν περιττά γιατί τους περίμεναν δύσκολοι καιροί. Περήφανος γονιός όμως ο Μιχάλης ήθελε να είναι περιποιημένος, καθώς θα συνόδευε τον φοιτητή γιο του στις εκκλησιές και στις γιορτές που θα περνούσαν μαζί.
Έτσι με την μαγκούρα του και με αρκετή δυσκολία κατέβηκε τα σκαλοπάτια και χτύπησε την πόρτα του Δημήτρη του παπουτσή της γειτονιάς του. Καλημερίστηκαν και εξήγησε ο Μιχάλης τον σκοπό της πρωινής επίσκεψης.
Με προθυμία ο Δημήτρης κατέβασε σχέδια και δέρματα, πήρε τα μέτρα και διαβεβαίωσε τον Μιχάλη ότι όλα θα ήταν έτοιμα στην ώρα τους.
Άνθρωπος με ζωή περιπετειώδη ήταν ο Δημήτρης.
Από τη Σύμη τον τόπο καταγωγής του ξέμεινε στην Κάρπαθο και άνοιξε το μικρό του μαγαζάκι στη γειτονιά του Μιχάλη. Τσόκαρα για τις κοπέλες και με μερικά μπαλώματα σε ταλαιπωριμένα ανδρικά παπούτσια δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο, αλλά αισιόδοξος ο Δημήτρης δεν παραπονιόταν ποτέ.
Έτοιμα στην ώρα τους τα παπούτσια, γυαλιζοκοπούσε και μοσχομύριζε το δέρμα, χαλάλι τα λεφτά σκέφτηκε ευχαριστημένος ο Μιχάλης.
Πάντοτε παρούσα στις βραδινές συντροφιές ήταν η γειτόνισσα η Σεβαστή. Γυναίκα ευχάριστη με έντονη προσωπικότητα, χαρούμενη και γελαστή, με τις διηγήσεις της έδινε ζωή στις σκοτεινές νύχτες. Είχε ευχάριστα νέα να πει εκείνο το βράδυ!
Στο μαγαζί της στο κέντρο του χωριού μάθαινε γρήγορα τα νέα και ενθουσιασμένη διηγόταν τις νίκες και τους ηρωισμούς του ελληνικού στρατού στο μέτωπο του πολέμου.
“Καλά να πάθουν οι κοκορόμυαλοι μακαρονάδες που μας κάθισαν στο σβέρκο από το 12” φώναξε ενθουσιασμένος ο Μιχάλης, αλλά λοξοκοίταξε καλού κακού από το παραθύρι μη τυχόν και περνούσε κανένα περίεργο αυτί. Ευχάριστα περνούσε η ώρα, όταν ξαφνικά θυμήθηκε τον σκύλο που πάντα είχε μαζί της η Σεβαστή και που ο ίδιος δεν πολυσυμπαθούσε.
“Σαν πολύ ήσυχος είναι απόψε ο Μπέμπης σου Σεβαστή, λες να μην είναι στα καλά του;”, ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον. “Θα νύσταξε από τη ζέστη” απάντησε αδιάφορα και φώναξε τον σκύλο.
Αμέσως ξετρύπωσε ο Μπέμπης αλλά όχι μόνος!
Έφερνε μαζί του το μισοφαγωμένο καινούργιο παπούτσι και το ακούμπησε μπροστά στον κεραυνοβολημένο Μιχάλη.
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει για πότε ο Μιχάλης πετάχτηκε, άρπαξε την μαγκούρα του, έτοιμος να τον αφήσει στον τόπο.
Όμως ο Μπέμπης μυρίστηκε τις προθέσεις του και από την πόρτα που άνοιξε η Σεβαστή έγινε καπνός μαζί με το παπούτσι!
Αστροπελέκι να έπεφτε δεν θα γινόταν τέτοιος χαλασμός.
“Που θα μου πας βρε κοπρίτη, δεν θα σε πετύχω;” φώναζε έξαλλος. Βουβοί και άλαλοι παρακολουθούσαν όλοι τα συμβάντα και μόνο το εύθυμο γέλιο της Σεβαστής ακουγόταν καθώς έκλεινε τη εξώπορτα της.
Με τούτα και με κείνα περνούσαν οι μέρες, ούτε καλημέρα ούτε καλησπέρα. Αμίλητη περνούσε η Σεβαστή, γύριζε αλλού το κεφάλι ο Μιχάλης, προσπαθώντας και οι δύο να δείχνουν την αδιαφορία τους.
Δεν άντεξε όμως εκείνη! Με το μπρίκι γεμάτο μυρωδάτο φρεσκοαλεσμένο καφέ, στάθηκε φάντης μπαστούνι μπροστά στον σαστισμένο Μιχάλη.
“Καλά Χριστούγεννα Μιχάλη και συ Κυραννιά φέρε μας φλιτζάνια!”, φώναξε χαρούμενη.
Δεν κατάφερε να απαντήσει ο Μιχάλης, γιατί βρύσες, ρυάκια ολόκληρα τα δάκρυα κατρακύλησαν και αυλάκωσαν τα μάγουλα και μούσκεψαν τα μουστάκια του.
“Δόξα εν Υψίστης Θεώ!” συμπλήρωσε η Σεβαστή. “Και επί γης ειρήνη!” κατάφερε να ψελλίσει ο Μιχάλης.
Ευχαριστίες δίνω σε όσους μου αφιέρωσαν το χρόνο τους και τις αναμνήσεις τους. Τους ευχαριστώ και τους ευγνωμονώ.