Αχάραγα και σκοτεινά ξύπνησε εκείνο το πρωινό η Βαγγέλα. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο της, ετοίμασε στα γρήγορα τον καφέ της και αφού συμφιλιώθηκε με την ημέρα βγήκε έξω να ταΐσει την Κανέλλα την κατσίκα της, με τα ασκάδια* που είχε μουλιάσει από νωρίς.

Σήμερα θα τρυγούσε το κρασάμπελο και οι φροντίδες της ήταν πολλές. Η Κανέλλα όμως ήταν η μεγάλη της αγάπη και τη θαύμαζε όχι μόνο για άφθονο γάλα που της χάριζε, αλλά και για την εξυπνάδα της και τη νοημοσύνη της.

“Μόνο η μιλιά της λείπει!” έλεγε με καμάρι και συγχρόνως βεβαιωνόταν ότι ήταν στη θέση της η μεγάλη μπλε ματόπετρα που της είχε περασμένη στο λαιμό για το κακό το μάτι.

Πάνω στην ώρα ήρθε και ο ειδοποιημένος Ηλίας με το μουλάρι. Καλημέρισε με κέφι τη Βαγγέλα, φόρτωσε τους γεμάτους τουβράδες με όλα του κόσμου τα καλά, έκανε τον σταυρό της η Βαγγέλα και κίνησαν μέσα από τα στενοσόκακα για να φτάσουν πιο γρήγορα στο ίσιωμα.

Ήθελε να είναι πρώτη στο αμπελόσπιτο, να περιμένει τους εργάτες αλλά και τις φιλενάδες που είχε προσκαλέσει. Δύσκολη ανηφοριά, τραβούσε και το σκοινί της Κανέλλας, αρχίνησε να κοντανασσαίνει.

“Θέλεις Βαγγέλα να σε καβαλικέψω;” είπε ο Ηλίας με τον απλοϊκό του τρόπο, “Άδειο είναι το μουλάρι!”

Γέλασε η Βαγγέλα με τον λόγο του Ηλία, αλλά το γέλιο της κόπηκε απότομα καθώς είδε ότι η Κανέλλα δεν έλεγε με τίποτα να προχωρήσει όσο κι αν την τραβούσε από το σκοινί.

Ανήσυχη φώναξε τον Ηλία που έτρεξε κι εκείνος να δει τι συμβαίνει. “Δεν είναι καθόλου καλά το ζωντανό!” της είπε αμέσως βλέποντας τα θολά μάτια της Κανέλλας.

“Θαρρώ Βαγγέλα πως γρήγορα πρέπει να τη σφάξουμε, μη πάει χαμένο το κρέας!”

Ούτε να ακούσει δεν ήθελε τέτοιο πράγμα και έριξε άγρια τη ματιά της στον Ηλία. “Τί την τάϊσες Βαγγέλα;” την ρώτησε έκείνος που με την πείρα που είχε σε τέτοια θέματα κατάλαβε ότι τα ασκάδια ήταν η αιτία του τέλους της Κανέλλας.

“Λέεις Ηλία να την εβλάψαν τα ασκάδια;” ανταπάντησε γεμάτη τύψεις. “Σκέψου αυτό που σου είπα Βαγγέλα” επανέλαβε ο Ηλίας. “Δε το βρίσκεις εύκολα τέτοιο κρέας σήμερα. Αν εσύ δεν το θέλεις θα το πάρω εγώ!”

Κατάλαβε το δίκιο του Ηλία, σπάνιο το κρέας εκείνους τους καιρούς και σιωπηλά αναγκάστηκε να δώσει τη συγκατάθεση της, φεύγοντας όμως μακριά, ούτε να βλέπει ούτε ν’ ακούει. Στα γρήγορα τελείωσε ο Ηλίας το έργο του, γέμισε τον τουβρά και φώναξε τη Βαγγέλα που από τη στενοχώρια δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Έφτασαν σιωπηλοί στον προορισμό τους, όμως χαμόγελο δεν έσκασε στα χείλη της όλη μέρα. Ούτε τα γέλια και τα αστεία, ούτε τα γεμάτα καλάθια με τον ζουμερό καρπό που έπεφταν στο πατητήρι, ούτε τα πικάντικα μεζεδάκια και το άφθονο κρασί έσβησαν τον καημό της και απέφευγε να κοιτάξει τον κρεμασμένο τουβρά με τα υπολείμματα της Κανέλλας.

Γύρισε στο σπίτι της αργά τα απόγευμα, κουρασμένη και θλιμμένη. “Τι μας έφερες μητέρα;” ζήτησε να μάθει η κόρη της η Μαρία κοιτάζοντας τον φουσκωμένο τουβρά. “Σαν τι ήθελες να φέρω;” απάντησε εκνευρισμένη. “Ότι τραβούσα, σηκώνω!”

Μια απίστευτα καλοσυνάτη γυναίκα ήταν η Βαγγέλα, μια γυναίκα της εποχής της, με μικρασιατικές καταβολές. Περιζήτητη στις συντροφιές και στα νυχτερινά μαζώματα της γειτονιάς για το πηγαίο χιούμορ της και τις μοναδικές αναμνήσεις της.

Απλοϊκές ιστορίες που δείχνουν το μεγαλείο της Καρπαθιάς γυναίκας, την εργατικότητα και την μεγαλοσύνη της. Αυτές οι γυναίκες δεν υπάρχουν πια, όμως παραμένουν ζωντανές στην καρδιά μας γιατί όπως λέγεται ο πραγματικός τάφος των νεκρών είναι η καρδιά των ζωντανών.

*ασκάδια είναι τα αποξηραμένα σύκα