Ένα πουλί γοργόφτερο, γλυκόλαλο αηδόνι,
της θάλασσας και του βουνού, στεριάς και του πελάου,
σκίζει με τα φτερούγια του , το κύμα και τα αγέρι
μίλι υπάει ο αφρός, και δυό πα τα νερά του,
και στου κυμάτου τον αφρό δελφίνια ξενερίζου
και τα δελφίνια του μιλού και τα δελφίνια λέου
που πας πουλί γλυκόλαλο και μακροταξιεύγεις…
Και εις τα όρη επέταξε , να βρει λαού τη σκάρμη ,
σύρνει τουφέκια δυόεκα, και σκύλους δεκαπέντε,
οι στράτες τον γνωρίζουσι τα ριάκια κι οι ποτάμοι
κάθε πεζούλα και πλαγιά και πέτρα και χαλίκι
και τα νερά και οι πηγές που πίνου τα πουλάκια
και τω περδίκω οι φωλιές και τω λαγώ λαούμια,
αντιλαχιούται οι ρεματιές, ξυπνά λαούς περδίκια,
και τα πουλάκια κελαδού και του απηλοούτε,
που πας πουλί γλυκόλαλο και μακροταξιεύγης…
Έχει και στο τουβράι του, το θλιερό παιχνίδι
παίζει γλυκά τις δοξαριές μ ασκελινένη λύρα
ζάχαρη το δοξάρι του , μέλι τα δάχτυλα του,
παίζει αμπάσα τους σκοπούς και τους χορούς γεμάτα,
κάνει τους νιους λολνταίνουται, γέροι μερακλατίζου,
κάνει και κόρες λυερές εις το χορό και μπαίνου ,
γυρνά καντάδα τις αυγές και τους νεκρούς σηκώνει,
ξυπνά το κούκο της αυγής , και του απηλοάται,
που πας πουλί γλυκόλαλο και μακροταξιεύγης…
Κι ο Χάροντας εζήλεψε τα ακριοδάχτυλα του,
τις χάρες το χαμόγελο , και τα καλά του νιάτα,
και τις γλυκές του δοξαριές και τη λεβεντοσύνη,
και πόμεινεν η λύρα του, στο τοίχο κρεμασμένη,
βουάθει το δοξάρι του, κι οι κόρδες ξετεντώσσα,
και τα λαούτα μοναχά , κι αυτά ορφανά πομένου,
κι οι γλεντιστάες ήρτασι , πόψε να το γυρεύγου,
τα αέρφια του κι οι συγγενείς κλιούσι και δε μερέυου,
τη μάνα και τ’ αφέντη του ποιος να παρηγορήσει,
που πας πουλί , πουλάκι μας και μακροταξιεύγεις…