Η συγγραφέας Σοφία Παράσχου.
Κυρία Παράσχου, ασχολείστε με τη συγγραφή εδώ και πολλά χρόνια. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να εκφραστείτε μέσω αυτής;
Ξεκίνησα με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων, οπότε εύκολα θα έλεγα πως η αγάπη για τα παιδιά μου ήταν το πρώτο κίνητρο. Ψάχνοντας βαθύτερα στο υποσυνείδητό μου, νομίζω ότι η ανάγκη μου για επικοινωνία υπήρξε επίσης καθοριστικός λόγος. Τίποτε δεν θα είχε συμβεί, ωστόσο, αν δεν αγαπούσα από μικρό παιδί τη λογοτεχνία και την ανάγνωση.
Οι προσωπικές σας εμπειρίες, οι σπουδές σας, η επαγγελματική σας δραστηριότητα και τα βιώματά σας έχουν επηρεάσει, θεωρείτε, τον τρόπο σκέψης και γραφής σας;
Έχει λεχθεί ότι η ζωή μας δίνει τις ιστορίες που γράφουμε, τα βιώματα είναι το παλίμψηστο κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ισχύει απόλυτα και στη δική μου περίπτωση. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κάρπαθο, ένα νησί με ζωντανές ως σήμερα παραδόσεις στην έκφραση συναισθημάτων μέσω του λόγου (Αυτοσχέδια δίστιχα, μαντινάδες, κλπ). Στη συνέχεια, οι σπουδές μου στη Φιλοσοφική και η πολύχρονη καριέρα μου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα της λογοτεχνίας, οι αντιδράσεις και οι παρατηρήσεις τους επηρέασαν τη δική μου θεώρηση απέναντι στη δύναμη του αισθητικά δικαιωμένου λόγου .
Έχετε καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά είδη του λόγου έως σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ολοφάνερη η αγάπη σας για το παιδικό βιβλίο. Τι σας ώθησε περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση;
Δυο είναι οι λόγοι που με έστρεψαν στο παιδικό βιβλίο, τον ένα τον ανέφερα ήδη, ήταν η αγάπη μου για τα τρία-μικρά τότε-παιδιά μου και τα ερεθίσματα που μου έδιναν με τα λόγια και τις πράξεις τους. Ο άλλος λόγος είναι η επιστημονική μου ενασχόληση με την παιδική λογοτεχνία, αφού κέρδισα μια υποτροφία και εκπόνησα διδακτορική διατριβή σε αυτό το αντικείμενο.
Θεωρείτε ότι τα παραμύθια έχουν τη δύναμη που απαιτείται για να πλάσουν κατάλληλα τον χαρακτήρα ενός παιδιού και να τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο;
Σε γενικές γραμμές ναι, αφού τα έργα που απευθύνονται στα παιδιά προβάλλουν θετικά πρότυπα ζωής. Ωστόσο δεν αρκούν για να πλάσουν τον χαρακτήρα ενός παιδιού, η αγάπη των γονιών, η φροντίδα των δασκάλων, η ευθύνη της Πολιτείας, είναι οι καθοριστικοί παράγοντες.
Ποιοι είναι οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες; Τα παιδιά, οι έφηβοι ή οι ενήλικες;
Θα απαντήσω δια της εις άτοπον απαγωγής: Τα παιδιά είναι καλοπροαίρετοι δέκτες νέων ερεθισμάτων, επομένως και των αναγνωσμάτων, καθώς ανακαλύπτουν μέσα από αυτά εικόνα του εαυτού τους και του κόσμου. Οι ενήλικες αναγνώστες, από την άλλη, έχουν διαμορφώσει ασφαλή αναγνωστικά κριτήρια, γεγονός που τους δίνει το πλεονέκτημα της επιλογής. Οι έφηβοι είναι κατά τη γνώμη μου οι πιο απαιτητικοί αναγνώστες καθώς βρίσκονται συνολικά σε μια φάση αμφισβήτησης και χρειάζεται πρώτα από όλα να πεισθούν για τα οφέλη της ανάγνωσης. Στη συνέχεια είναι ευθύνη μας να τους δώσουμε λογοτεχνικά έργα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και απαντούν στα ερωτήματά τους.
Έχετε εκδώσει ήδη τρεις επιστημονικές μελέτες, 30 βιβλία παιδικής λογοτεχνίας, μια συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα για ενήλικες. Από τη μέχρι τώρα εμπειρία σας στο χώρο των γραμμάτων, θεωρείτε ότι υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου;
Αν μου επιτρέπετε, έχω εκδώσει δυο μυθιστορήματα, το πρώτο με τίτλο, «Τα φαντάσματα να τα κοιτάς στα μάτια» και το πρόσφατο, «Το καφέ της οδού Σκουφά». Όχι, δεν πιστεύω σε συνταγές όταν πρόκειται για καλλιτεχνική δημιουργία. Το μόνο που θα δεχόμουν είναι ότι η εμπειρία που αποκτάται μέσα από την ανάγνωση και τη μελέτη λογοτεχνικών έργων μπορεί να χρησιμεύσει στο τεχνικό μέρος της συγγραφής.
Έχετε πρότυπα ως συγγραφέας; Στα γραπτά σας θα διαπιστώσει ο αναγνώστης επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;
Δεν έχω να πω ένα συγκεκριμένο συγγραφέα, όλα μου τα διαβάσματα με έχουν, περισσότερο ή λιγότερο, επηρεάσει. Ίσως ο Ντεβιντ Λότζ και τα ακαδημαϊκά (campus novel) έργα του με επηρέασαν στη συγγραφή του τελευταίου μου μυθιστορήματος, «Το καφέ της οδού Σκουφά».
Τρέφετε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα μέχρι τώρα εκδοθέντα βιβλία σας; Αν ναι, γιατί;
Όπως μια μάνα δεν ξεχωρίζει τα παιδιά της, έτσι και μια συγγραφέας δεν ξεχωρίζει τα βιβλία της. Μπορώ ίσως να πω ότι το βιβλίο μου, «Και οι κακοί έχουν ψυχή» (Ψυχογιός) που έχει κάνει 13 εκδόσεις και έχει μεταφραστεί στα γερμανικά με κάνει ιδιαίτερα περήφανη. Το βιβλίο μου, «Το παιδί της καρδιάς» (Καστανιώτης, εξαντλημένο) με θέμα την υιοθεσία έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διαβάζουν βιβλία στις μέρες μας;
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες εκδοτών και βιβλιοπωλών έχει δραματικά μειωθεί ο αριθμός των αναγνωστών. Είναι δύσκολος αντίπαλος το διαδίκτυο, ωστόσο υπάρχουν τρόποι να υπάρξει και το βιβλίο στη ζωή μας.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο άνθρωπο που επιθυμεί ν’ ασχοληθεί με την συγγραφή;
Αρχικά να διαβάσει πολύ, κατόπιν να αναλύσει τα συναισθήματα που του γεννά η ανάγνωση της λογοτεχνίας και τέλος να απαντήσει στον εαυτό του ποια ανάγκη τον ωθεί στη συγγραφή.
Μπορεί να υπάρξει δημιουργία χωρίς έμπνευση; Εσείς ως δημιουργός, που διανύετε μια τόσο αξιόλογη πορεία στο χώρο των γραμμάτων, πιέσατε ποτέ τον εαυτό σας να δημιουργήσει κατά παραγγελία;
Δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργία χωρίς έμπνευση, όπως δεν υπάρχει έμπνευση χωρίς εσωτερική ανάγκη. Μπορώ να δεχτώ μόνο την ύπαρξη κινήτρου, πχ, ένας διαγωνισμός μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο, αλλά μέχρι εκεί. Το τελευταίο λόγο τον έχει πάντα η έμπνευση, αυτή η ιδέα που σφηνώνεται μέσα στο νου και δουλεύει ασταμάτητα.
Κρατώ στα χέρια μου το μυθιστόρημά σας, με τίτλο «Το καφέ της οδού Σκουφά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Όταν». Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου σας;
Από το ίδιο το περιεχόμενο. Οι τρεις νεαρές ηρωίδες μου συναντώνται κάθε Σάββατο σε ένα καφέ στην οδό Σκουφά.
Πείτε μας λίγα λόγια για το περιεχόμενο της ιστορίας σας.
Πρόκειται για ένα νεανικό, εξελικτικό μυθιστόρημα. Τρεις φίλες, η φιλόλογος Άρτεμη, η αρχαιολόγος Μάρω και η δικηγόρος Ρένα, συναντώνται κάθε Σάββατο στο καφέ της οδού Σκουφά και με ανεμελιά και χιούμορ συζητούν τα ερωτικά και επαγγελματικά τους ζητήματα. Η πλοκή επικεντρώνεται στην κεντρική ηρωίδα, Άρτεμη, η οποία είναι ερωτευμένη με τον κρητικό γιατρό, Μάνο. Ο Μάνος είναι θύμα των αναχρονιστικών αντιλήψεων της οικογένειας του γεγονός που κλονίζει αποφασιστικά τα αισθήματα της ηρωίδας. Η Άρτεμη κερδίζει μια υποτροφία και εκπονεί διδακτορική διατριβή για ένα περιοδικό που κυκλοφορούσε την εποχή του Εμφυλίου. Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού θα έρθει στο φως η τραγική ερωτική ιστορία δυο νέων που τους χώρισαν τα πολιτικά πάθη της εποχής. Ένας γοητευτικός άντρας, ο Αλέξανδρος Περαντινός θα εισβάλει στο καφέ της οδού Σκουφά ένα Σάββατο και θα ανατρέψει όλες τις βεβαιότητες της Άρτεμης. Η σχέση του Αλέξανδρου με το τραγικό ζευγάρι του περιοδικού που μελετά η Άρτεμη θα αποβεί καθοριστική τόσο για την ίδια όσο και για την διατριβή της. Η ακαδημαϊκή πορεία της ηρωίδας και ο νέος έρωτας στη ζωή της θα οδηγήσουν την ηρωίδα σε μια λυτρωτική αυτογνωσία.
Πρόκειται, όπως γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας, για ένα σύγχρονο, εξελικτικό, ακαδημαϊκό μυθιστόρημα με κυρίαρχα στοιχεία τον έρωτα, τη φιλία, την απώλεια, τη γνώση, την αναζήτηση της ταυτότητας. Γιατί το χαρακτηρίζετε έτσι;
Στις συναντήσεις των τριών φιλενάδων κυριαρχεί η νεανική ανεμελιά, το χιούμορ, οι απόψεις για τον έρωτα και η αγωνία για την επαγγελματική εξέλιξη. Καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, παρακολουθούμε τη μετάβαση των ηρωίδων από την ανεμελιά στην ωριμότητα, λόγω των αλλαγών στην επαγγελματική και ερωτική τους ζωή. Μεγάλο μέρος της πλοκής αφορά την επιστημονική έρευνα Άρτεμης, την είσοδό της στην επιστημονική κοινότητα και τα περιστατικά που συμβαίνουν μέσα σε αυτήν. Η απώλεια αγαπημένων προσώπων, ο χωρισμός και ο νέος έρωτας είναι μερικά από τα συμβάντα που θα συμβάλουν στη συγκρότηση της ταυτότητας της κεντρικής ηρωίδας,
Παρότι οι χαρακτήρες της ιστορίας σας είναι φανταστικοί, θα εντοπίσει ο αναγνώστης σ’ αυτούς στοιχεία αυτοβιογραφικά;
Αποκάλυψα ήδη ότι κι εγώ – όπως και η κεντρική ηρωίδα μου, Άρτεμη- έχω εκπονήσει με υποτροφία διδακτορική διατριβή σε ένα περιοδικό του μεσοπολέμου. Η πορεία της έρευνας και της εκπόνησης μιας διατριβής αποτελεί προσωπικό μου βίωμα. Επίσης με τις φίλες και συμφοιτήτριές μου είχαμε στέκι συναντήσεων ένα γνωστό καφέ στην οδό Σκουφά. Υπάρχουν και άλλα αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά ας αφήσουμε να τα ανακαλύψουν -ή να τα υποθέσουν- οι αναγνώστες…
Υπάρχουν μηνύματα που θέλετε οπωσδήποτε να περάσετε μέσω της ιστορίας σας;
Ένα κεντρικό μήνυμα είναι ο προσδιορισμός της ταυτότητας ως αφετηρία μιας ευτυχισμένης ζωής. Η δύναμη της φιλίας, η επιστημονική γνώση και οι επιλογές στην αναζήτηση του έρωτα είναι κάποια ακόμα μηνύματα.
Σε ποιες ηλικίες αναγνωστών απευθύνεστε;
Στο νεανικό κοινό που ξεκινά από την ύστερη εφηβεία και, φυσικά, στο κοινό των ενηλίκων.
Μιλήστε μας για το εκδοτικό σπίτι. Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με τις εκδόσεις «Όταν»;
Είμαι τυχερή που συνεργάζομαι με τις εκδόσεις «Όταν». Πρόκειται για έναν εκδοτικό Οικο με μακρόχρονη ποιοτική παράδοση, αλλά το άνοιγμα του εκδότη, κυρίου Πλαστάρα, σε νέες συνεργασίες έχει ήδη δώσει αξιόλογους καρπούς. Προσωπικά, είχα μια εξαιρετική συνεργασία στην επιμέλεια και την έκδοση του μυθιστορήματος «Το καφέ της οδού Σκουφά» και εύχομαι να την συνεχίσουμε και με νέα βιβλία!
Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας παραθέσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.
Παραθέτω δυο αποσπάσματα:
1)
“-Πώς πήγε η συνάντηση με τον ζωγράφο, Άρτεμη; Δεν πιστεύω να σου ζήτησε να του ποζάρεις, δεν θα το επιτρέψω! της είπε ο Αλέξανδρος πειρακτικά, όταν κάθισαν να φάνε το ψάρι τους σε ένα εστιατόριο στην πόλη.
Γέλασε κολακευμένη.
-Σιγά, αγάπη μου, μη μου ζητούσε ο Γαλάνης να με ζωγραφίσει. Δεν έχω κανένα χαρακτηριστικό ικανό να εμπνεύσει ένα ζωγράφο, όπως έχει, για παράδειγμα, η μητέρα σου τα υπέροχα μάτια της.
-Αγάπη μου γλυκιά, η ομορφιά δεν αναλύεται στα επιμέρους χαρακτηριστικά, το να έχεις ωραία μάτια δε σε κάνει αναγκαστικά ωραία. Η ομορφιά νομίζω είναι το αποτέλεσμα μιας αρμονίας. Τις προάλλες στο αυτοκίνητο άκουγα ένα τραγούδι που έλεγε, «Σαν τα μάρμαρα της πόλης που ‘χει η Αγιά Σοφιά, έτσι τά ‘χεις ταιριασμένα μάτια φρύδια και μαλλιά». Αυτό είναι η ομορφιά για μένα, Άρτεμη, αυτό βλέπω όταν σε κοιτώ, το ταίριασμα που έχουν τα μάτια, τα φρύδια, τα μαλλιά σου, για να μείνω μόνο στα υψηλότερα σημεία, είπε ο Αλέξανδρος κοιτώντας με νόημα το αποκαλυπτικό ντεκολτέ της.”
2)
-Αγάπη μου, πες μου κάτι. Πότε εσύ κατάλαβες ότι με θέλεις;
-Ποιος σου είπε ότι σε θέλω; Είπε ο Αλέξανδρος φιλώντας το στήθος της.
-Έλα, Αλέξανδρε, πες μου για να σου πω κι εγώ μετά.
Ο Αλέξανδρος ανασηκώθηκε και ακούμπησε στην πλάτη του κρεβατιού. Πέρασε τα χέρια του στους ώμους της Άρτεμης και την τράβηξε στο στήθος του.
-Αυτό είναι το κακό με τις φιλολόγους. Θέλουν να τα αναλύουν όλα. Λοιπόν, τι θέλεις να μάθεις, που δεν το ξέρεις ήδη, περίεργο κορίτσι;
-Πότε κατάλαβες ότι σου αρέσω.
-Γύρω στις δυο και μισή το μεσημέρι κάποιου Σαββάτου.
-Δηλαδή;
-Άκουσε, μωρό μου, όπως λέει και ο φίλος μου, ο Κωστής Παπαγιώργης, ένας άντρας πλέει στα χορικά ύδατα μιας γυναίκας, είτε από σύμπτωση, είτε από αστεία αφορμή ή από ιδιοτροπία της τύχης. Στη δική μου περίπτωση συνέτρεξαν όλοι μαζί αυτοί οι λόγοι. Από σύμπτωση βρέθηκα σε εκείνο το καφέ, ενώ το ραντεβού είχε αρχικά δοθεί σε άλλο μέρος, η αστεία αφορμή ήταν ότι έψαχνα μια ελεύθερη καρέκλα και η ιδιοτροπία της τύχης είναι ότι από όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν εκεί, εγώ έπεσα πάνω σου. Εσύ βεβαίως είχες ήδη στήσει την ενέδρα σου.
–Όχι δα, γέλασε η Άρτεμη, εγώ ούτε που σε είχα προσέξει, όταν ρώτησες αν ήταν ελεύθερη η καρέκλα, τότε σε είδα.
–Έστω κι έτσι. Την πρώτη ενέδρα λοιπόν μου την έστησαν τα μάτια σου. Μάτια παιγνιδιάρας γαζέλας, αθώα και μαζί προκλητικά. «Σας πειράζει αν είναι δεσμευμένη;», με ρώτησες και το βλέμμα σου παγίδευσε το δικό μου. Κι όταν μετά από λίγο διασταυρώθηκαν ξανά οι ματιές μας, την ώρα που έφευγες, μου φάνηκε ότι τα μάτια σου έκαναν μια στάση πάνω στα δικά μου. Έχω άδικο; Τη ρώτησε χαϊδεύοντας την κοιλιά της.
–Συνεχίστε, κύριε Περαντινέ. Και μαζέψτε, παρακαλώ, τα χεράκια σας γιατί μου αποσπάτε την προσοχή.
–Μετά, δεσποινίς Βρεττού, πήρε σειρά η κοφτερή σου γλώσσα, όταν ξαναβρεθήκαμε σε εκείνη την ταβέρνα στα Εξάρχεια. Για πρώτη φορά ένιωθα να μην τα βγάζω πέρα με την ετοιμότητά σου να μου γυρίζεις πίσω τις βολές και να σπάω τα μούτρα μου κάθε φορά που πήγαινα, ο δυστυχής, να σε πειράξω. Αυτό το λεκτικό πιγκ πόγκ μεταξύ μας με τρέλαινε. Μμμ, γενικά με τρελαίνεις κι όταν είσαι αυθάδης κι όταν είσαι ντροπαλή και αμίλητη, το τελευταίο είναι πράγμα σπάνιο, βέβαια.
Κυρία Παράσχου, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι καλή και δημιουργική συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο.
Ήταν χαρά μου και σας ευχαριστώ πολύ.
Βιογραφικό:
Η Σοφία Παράσχου – Χατζηδημητρίου γεννήθηκε στην Κάρπαθο και ζει στη Νέα Σμύρνη.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δούλεψε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, ως διευθύντρια στο Πειραματικό Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής και ως σχολική σύμβουλος φιλολόγων. Με κρατική υποτροφία έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ειδίκευση «Λογοτεχνία – Γλώσσα – Θέατρο στην Εκπαίδευση». Στη συνέχεια εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο αντικείμενο, «Παιδική και νεανική λογοτεχνία», η οποία εγκρίθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με βαθμό, ομόφωνα «Άριστα» και εκδόθηκε σε 100 τιμητικά αντίτυπα. Έχει λάβει μέρος σε πολλά διεθνή συνέδρια, εργασίες της έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει γράψει, ως μέλος επιτροπής, τα βιβλία λογοτεχνίας του γυμνασίου. Έχει εκδώσει τρεις επιστημονικές μελέτες, 30 βιβλία παιδικής λογοτεχνίας, μια συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα για ενηλίκους.
Οργάνωσε και διευθύνει τη Λέσχη Ανάγνωσης του Δήμου Νέας Σμύρνης.
Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.