Σεβαστοί μου και αγαπητοί Καρπάθιοι,
Σας ευχαριστώ πολύ, για την τιμή που μου κάνετε να με καλέσετε στο νησί σας, που έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Η γνωριμία μου, η αγάπη μου και η μελέτη των σπιτιών και των ανεμόμυλων του νησιού, άρχισε και διαρκεί έως σήμερα, μετά από την γνωριμία και τον γάμο μου με τον Καρπάθιο σύζυγό μου Μηνά Τρεμπέλα.
Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Το 1955 αφού τελείωσα το Λύκειο στη Θεσσαλονίκη, συνέχισα τις σπουδές μου στη σχολή σχεδιαστών «Ευκλείδης».
Την εποχή εκείνη στην Θεσσαλονίκη υπήρχε μεγάλη ανοικοδόμηση. Έτσι μόλις αποφοίτησα από τη σχολή, ένας σχεδιαστής που εργαζότανε στο αρχιτεκτονικό γραφείο του κ. Τρεμπέλα, αρχιτέκτονα, από τους λιγοστούς που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη, μου πρότεινε και με σύστησε να τον αντικαταστήσω και έτσι άρχισα αμέσως να εργάζομαι ως σχεδιάστρια στο εν λόγω γραφείο.
Με την πάροδο του χρόνου, ο κ. Τρεμπέλας εκτίμησε την δουλειά μου καθώς και την στάση και συμπεριφορά μου στο γραφείο. Έτσι αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία συμπάθεια και αλληλοεκτίμηση, η οποία εξελίχθηκε κατόπιν σε αμοιβαίο έρωτα.
Εγώ, ως ανήσυχο πνεύμα που ήμουν, ήθελα να εξελιχθώ στον τομέα μου ακόμη περισσότερο και να είμαι ισάξια του Μηνά. Έτσι αποφάσισα να σπουδάσω αρχιτεκτονική.
Γνωρίζοντας γερμανικά, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στην αρχιτεκτονική σχολή του πανεπιστημίου Darmstadt στην Γερμανία. Σε μικρό χρονικό διάστημα, μετά από επιτυχείς εξετάσεις, επέστρεψα και τελείωσα τις σπουδές μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην νεοσύστατη τότε αρχιτεκτονική σχολή.
Μετά την αποφοίτηση μου και κατόπιν συστάσεως του καθηγητού κ. Μουτσόπουλου, ανέλαβα την διδασκαλία της προοπτικής και σκιαγραφίας στους φοιτητές της σχολής.
Ήμουν τότε η μόνη γυναίκα καθηγήτρια στην σχολή.
Την Κάρπαθο, όπως σας είπα, την γνώρισα και την αγάπησα πάρα πολύ, μέσα από τον σύζυγο μου, τον Μηνά. Ερχόμασταν εδώ τα καλοκαίρια, κατά την διάρκεια των οποίων εγώ άρχισα να μελετώ, με πολύ ενδιαφέρον και σε βάθος τον τρόπο δόμησης και την αρχιτεκτονική των σπιτιών του νησιού, καθώς και των ανεμόμυλων, οι οποίοι με εντυπωσίασαν.
Καρπός αυτής της ενασχόλησης μου είναι η διδακτορική μου διατριβή με θέμα «Το λαϊκό Καρπαθικό σπίτι».
Κάθε καλοκαίρι συγκέντρωνα πληροφορίες από τους γέροντες τεχνίτες και τις γερόντισσες νοικοκυρές του τόπου, ενώ τον χειμώνα διάβαζα ότι μπορούσε να με βοηθήσει στην μελέτη μου. Η εργασία αυτή κράτησε πέντε χρόνια.
Η μελέτη μου αφορά μόνο το καρπάθικο σπίτι καθώς και τα κτίσματα στα οποία οι κάτοικοι, έμεναν αρκετές μέρες της εβδομάδος, δηλαδή τους στάβλους, τα μητάτα και τα αμπελόσπιτα. Η απόφαση μου να ασχοληθώ με το θέμα αυτό, εκτός από το επιστημονικό ενδιαφέρον και την παρότρυνση του καθηγητού μου κ. Ν. Μουτσόπουλου, οφείλεται και σε μία υποχρέωση που αισθάνομαι ως επιστήμων, για την διάσωση των μορφών της παραδοσιακής αυτής αρχιτεκτονικής, που εξαφανίζονται στις μέρες μας.
Εδώ δεν θα παραλείψω να αναφέρω με πολύ ευγνωμοσύνη την ουσιαστική βοήθεια που είχα, από τον αείμνηστο κ. Ευάγγελο Ζερβουδάκη, παλιό αρχιμάστορα και τον υιό του Ηλία Ζερβουδάκη, με πολλές χρήσιμες και σημαντικές πληροφορίες, ώστε να ολοκληρωθεί το πόνημά μου.
Τους ανεμόμυλους του νησιού τους ονόμασα πεταλόσχημους.
Οι ανεμόμυλοι αυτοί δεν έφεραν την κλασική κουκούλα για σκέπη. Όσο τους μελετούσα, τόσο ενθουσιαζόμουν και κάθε χρόνο δημοσίευα σχετικά άρθρα σε περιοδικά των Αθηνών, αλλά και στα «Τεχνικά Χρονικά» του ΤΕΕ. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι μετά από μία τέτοια δημοσίευση, με κάλεσαν να συμμετάσχω και να προεδρεύσω σε Διεθνές Συνέδριο στην Ολλανδία, με θέμα τους ανεμόμυλους της Καρπάθου και της Κρήτης, στο οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να συμμετάσχω για οικογενειακούς λόγους.
Στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία, με αξίωσε ο Θεός να σχεδιάσω και να κτίσω πέντε εκκλησίες.
Στο μοναστήρι της Ορμύλιας στην Χαλκιδική, ο γέροντας Αιμιλιανός αναζητούσε έναν αρχιτέκτονα για να κτίσει τον ναό και τα κελιά των μοναχών.
Μετά από σύσταση του π. Βασιλείου, ιερέως τότε της Θεσσαλονίκης, ανέλαβα εγώ προσωπικά αυτό το δύσκολο και επίπονο έργο και πράγματι με την βοήθεια της Παναγίας, των Αγίων και τις ευχές του Γέροντα Αιμιλιανού, ανέγειρα έναν μεγάλο ναό στα πρότυπα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής παράδοσης, αλλά και τα κελιά των μοναχών στο μεγαλύτερο ίσως γυναικείο μοναστήρι της Ελλάδος.
Με την βοήθεια του Θεού και τις ευχές των Γερόντων έκτισα άλλους τέσσερις ναούς σε Μοναστήρια της Ελλάδος:
Την εκκλησία του Αγίου Αρσενίου, νονού του Αγίου Παΐσίου στην Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, της εκκλησίας των Ταξιαρχών στο Πήλιο, μετά από προτροπή του Γέροντος Εφραίμ του Βατοπεδινού, την εκκλησία της Μονής «Προς Εμμαούς» έξω από την Θεσσαλονίκη, καθώς και τον μεγάλο ενοριακό ναό του Αγίου Ιωάννου στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Έτσι έκλεισα την καριέρα μου, ως αρχιτέκτονας και δοξάζω τον Θεό, που με αξίωσε, γυναίκα ούσα αδύναμη, να κτίσω πέντε ναούς.
Σας ευχαριστώ και πάλι για την πρόσκληση και την τιμή που μου κάνατε.
Σας αγαπώ πολύ και θα σας έχω πάντα στην καρδιά μου.
Με εκτίμηση
Ελένη Τρεμπέλα
Αρχιτέκτων