Να είστε υπερήφανοι γιατί προέρχεστε από προγόνους αγωνιστές του 1821 και έχετε παραλάβει την σκυτάλη να φυλάσσετε σήμερα εσείς τον ιερό αυτόν βράχο.

Απευθύνω έκκληση προς την Ακαδημία Αθηνών με τους έγκριτους ιστορικούς μέλη της, να επανεκτιμήσει την προσφορά του Κασιώτικου στόλου στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, να αναβιβάσει την θυσία των Κασίων αγωνιστών και την καταστροφή του στόλου των στο ίδιο επίπεδο τιμής με τον τρινήσιο στόλο της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρρών, ώστε να ακολουθήσει και η ονοματοδοσία φρεγάτας του Πολεμικού μας Ναυτικού με το όνομα ΚΑΣΟΣ, δίπλα στις άλλες τρεις φρεγάτες.

Εξοχότατη κυρία Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σεβασμιότατε Μητροπολίτα Καρπάθου-Κάσου, Υψηλοί Προσκεκλημένοι Αγαπημένοι φίλοι Κασιώτες,

Επίτιμος Αρχηγός Στόλου, Αντιναύαρχος ΠΝ (εα) Ιωάννης Παυλόπουλος

Οι ηρωικώς πεσόντες Έλληνες Αγωνιστές και Κάτοικοι της Κάσου που σφαγιάσθηκαν το 1824 από τις ορδές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατορθώνουν να μας συγκεντρώσουν 200 χρόνια μετά στο νησί, για να τιμήσουμε με ευλάβεια την μνήμη τους.

Με την σημερινή επετειακή ομιλία, με την ανάθεση της οποίας με τίμησε ο Δήμαρχος Κάσου, δεν διεκδικώ δάφνες ιστορικού, ως εκ τούτου θα την προσεγγίσω μέσα από την εμπειρία των 44 ετών ως Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και διατελέσας Αρχηγός του Ελληνικού Στόλου.

Στόχος μου να φωτίσω την γεωστρατηγική διάσταση του ναυτικού αγώνα των Κασίων και τα ηθικά στοιχεία, που τους οδήγησαν στην θυσία «μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός τους», «τοις κοίνων ρήμασι πειθόμενοι».

Στα προ-επαναστατικά έτη με πληθυσμό περί τους 7.000 κατοίκους και εμπορικό στόλο αποτελούμενο από 100 περίπου πλοία, οι Κάσιοι Καπετανέοι οργώνουν τις θάλασσες του Αιγαίου, της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.

Μέσα από τις επαφές και τα ταξίδια τους μυούνται στους σκοπούς του πατριωτικού δικτύου της Φιλικής Εταιρείας από τον Πάτμιο Θέμελη, ο οποίος με την σειρά του είχε μυηθεί από τον Παπαφλέσσα.

Οι Θεόδωρος, Κανταρτζής, Μάρκος Μαλλιαράκης, Ηλίας Κακομανώλης, Νικόλας Μακρής, Νικόλαος Γιούλιος, Μιαούλης Γρηγοριάδης, οι Μαύρος, Ζαργάνης, Μανωλάκης, Σακέλλης και Χατζηαντωνίου, ασπάζονται τον 2 πανεθνικό συναγερμό που προετοιμάζει κρυφίως την Ελληνική Επανάσταση για την απελευθέρωση από την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Όταν η αύρα της ελευθερίας έπνευσε την άνοιξη του 1821 από τις κορυφές του Ταϋγέτου φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της εθνικής εξέγερσης, οι Κάσιοι «μεθώντας με τ’αθάνατο κρασί του ΄21» διαρρηγνύουν τους γλυκείς δεσμούς, του μέχρι τότε ειρηνικού τους βίου, θέτοντας τον εαυτόν τους και τα πλοία τους στη διάθεση της επανάστασης.

Πως αλλιώς θα μπορούσαν να κάμουν άλλωστε ώστε να φανούν αντάξιοι των προγόνων τους, οι οποίοι χιλιάδες χρόνια πριν εκστράτευσαν με τριάντα πλοία και τους υπόλοιπους Έλληνες κατά της Τροίας;

Η λογική προέτρεπε στην αποφυγή της όποιας εμπλοκής για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, αλλά η λαχτάρα της ελευθερίας τους είχε συνεπάρει.

Οχυρώνουν το νησί με κανόνια και πολεμοφόδια και συγκροτούν αξιόμαχο στόλο υπό την διοίκηση του Ναυάρχου Ιουλίου σπέρνοντας τον όλεθρο και το φόβο στα εχθρικά πλοία, παραπλέοντας τα παράλια της Καραμανίας, της Συρίας και της Αιγύπτου. Με το πνεύμα της επανάστασης να έχει συνεγείρει και τους Κρήτες αγωνιστές κατά των Οθωμανών, οι Κάσιοι καπετανέοι διατηρούν αδιάκοπη την τροφοδοσία τους σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, αποκλείουν τους λιμένες της Κρήτης και φυγαδεύουν αμάχους στην ασφαλή Κάσο, όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν.

Πόσες φορές δεν είδαν οι Κρητικοί τα Κασιώτικα πλοία να ρυμουλκούν στα παράλια, τους βαρυφορτωμένους με εφόδια κουρσεμένους οθωμανικούς στόλους από την Κωνσταντινούπολη ή την Αίγυπτο;

19 πλοία κατέλαβαν το 1822 στη Δαμιέττα της Αιγύπτου φορτωμένα σιτάρι για την Κρήτη, τα οποία ρυμούλκησαν στην Κάσο, τα εκφόρτωσαν και στη συνέχεια τα δώρισαν στην Κεντρική επαναστατική Κυβέρνηση για να τα αξιοποιήσει ως πυρπολικά.

Ενώ οι στόλοι των Ψαρών, της Ύδρας και των Σπετσών επιχειρούν στο Αιγαίο, οι Κάσιοι ναυμάχοι κυριαρχούν με τις θαλάσσιες επιδρομές τους σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, από την Αττάλεια, έως την Κύπρο, και από την Βηρυτό έως την Αίγυπτο.  

Την άνοιξη του 1822 ο Πλοίαρχος Θεόδωρος Κανταρτζής με δέκα πλοία του πολιορκεί τους Οθωμανούς που ευρίσκονται κλεισμένοι στο κάστρο των Χανίων, προς υποστήριξη των Κρητών επαναστατών.

Δυστυχώς για τον αγώνα, τραυματίζεται θανάσιμα κατά τους πανηγυρισμούς μετά από καταβύθιση οθωμανικού πλοίου έξω από τον Πλατανιά, και εκπνέει στη νήσο Θοδωρού. Μέγιστη η απώλεια του επονομαζόμενου και «Κανάρη της Δωδεκανήσου».

Την ίδια περίοδο άλλη Κασιώτικη μοίρα υπό τον Πλοίαρχο Μαλλιαράκη πολιορκεί τα ανατολικά παράλια της Κρήτης. Οι Οθωμανοί ευρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στις καστροπολιτείες της Κρήτης, ενώ οι Χριστιανοί επαναστάτες διαφεντεύουν την ύπαιθρο.

Η Πύλη έχοντας διδαχθεί από τις εμπειρίες των παρελθόντων τριών ετών, αντιλαμβανόμενη το 1824 την αδυναμία της να καταστείλει την επανάσταση, και εκτιμώντας ορθά ότι η ενδεχόμενη απώλεια της Κρήτης που θα χρησίμευε ως βατήρας για τη μεταφορά στρατευμάτων στην Πελοπόννησο θα επέφερε και την απώλεια ελέγχου του Αιγαίου, προσφεύγει για βοήθεια στον ισχυρό Πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή.

Τον Μάιο του 1824 ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 114 πλοία μεταξύ των οποίων 30 πολεμικά, καταπλέει στη Σούδα μεταφέροντας 800 ιππείς, 2.000 εμπειροπόλεμους τουρκαλβανούς και 2.000 Αιγυπτίους ως τακτικό στρατό.

Η επανάσταση στην Κρήτη τελικά καταστέλλεται, ενώ ο Μεχμέτ Αλής πνέοντας μένεα για τους Κάσιους, πετυχαίνει να λάβει την άδεια του Σουλτάνου να εξαλείψει την Κάσο από τον χάρτη της Μεσογείου.

Αρχές Μαΐου του 1824 αποπλέει από τη Σούδα στόλος 30 αιγυπτιακών πλοίων με πολυάριθμο στρατό για επιχείρηση αναγνώρισης του πεδίου, ελπίζοντας στον εκφοβισμό των Κασιωτών και την άνευ αντίστασης υποταγή των ηρωϊκών ναυτών αγωνιστών.

Πάλι η λογική προτάσσει την παράδοση και την υποταγή.

Οι Κασιώτες αγωνιστές όμως, ως άλλοι Σπαρτιάτες, 2.304 έτη μετά, αποφασίζουν να αντισταθούν φυλάττοντας τις «Θαλάσσιες Θερμοπύλες» του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Διεξάγονται τρεις έφοδοι κατά της νήσου με 4 δραματικά για τους επιτιθέμενους αποτελέσματα. Την απελπιστική τους κατάσταση περιγράφει ο ποιητής της εποχής:

«……. Εφένδη εκείνος ο βράχος, δαιμόνων απόρθητον φρούριον είναι. Κρατήρ ηφαιστίου πολυταράχως εκρήγνυντ’ ακταί αι κρημνώδεις εκείναι». Μετά την αρχικά επιτυχημένη απόκρουση των επιθέσεων και διαβλέποντας την ανεπάρκεια τροφών και πολεμοεφοδίων, οι Κασιώτες αποστέλλουν αγγελιαφόρους στην τότε Ελληνική Κυβέρνηση αιτώντας βοήθεια. Δυστυχώς όμως, είναι η περίοδος όπου έχει ξεσπάσει ο Ελληνικός εμφύλιος μεταξύ Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών/Υδραίων, οπότε τα χρήματα του αγγλικού δανείου χρησιμοποιούνται για τις ατυχείς εκείνες εσωτερικές διαιρέσεις. Η Κυβέρνηση αρκείται στην υψηλή έκφραση των προς τον Ύψιστο ευχών για την σωτηρία τους, προφασιζόμενη έλλειψη χρημάτων, ενώ οι πρόκριτοι της Ύδρας ένα μήνα μετά την καταστροφή, γράφουν στο Βουλευτικό: «Αι καταχρήσεις των νόμων και όχι η έλλειψις πόρων εις την Ελλάδα, επροξένησε την γενικήν ανοικονομίαν και από την ανοικονομίαν αυτήν δεν εβοηθήθησαν εγκαίρως η Κρήτη, η Κάσος και τα Ψαρά, μέρη σημαντικότατα της Ελληνικής δυνάμεως….».

Μήπως τα ίδια δεν συνέβησαν προ 50 ετών το 1974 στην Κύπρο;

Κάσος και Κύπρος πολλές οι ομοιότητες. Ας γυρίσουμε όμως πίσω στα γεγονότα. Στα τέλη Μαΐου του 1824, εφάνησαν πάλι στον ορίζοντα 40 αιγυπτιακά πλοία υπό τον Ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ και γενικό αρχηγό τον Χουσείν Μπέη, με 3 χιλιάδες τουρκαλβανούς στρατιώτες.

Οι Κάσιοι, και οι Κρήτες πρόσφυγες αγωνιστές, προετοιμάστηκαν για την εκ νέου απόκρουση των επιθέσεων.

Δυστυχώς όμως, και εδώ υπάρχει Εφιάλτης, λέγεται Ζαχαριάς, ο οποίος θα καθοδηγούσε τις ορδές της Ανατολής να περάσουν στα νώτα των υπερασπιστών.

Ο Χουσείν αρχικά επιχειρεί «ναυτική τακτική παραπλάνηση». Όλη την ημέρα εξαπολύει επιθέσεις στην ανατολική πλευρά του νησιού όπου 600 ένοπλοι Κάσιοι και 600 Κρήτες, με 30 κανόνια, αντιστέκονται σθεναρά. Τα αιγυπτιακά πλοία είναι αραιωμένα στη νήσο Μακρά και κανονιοβολούν επί δύο ημέρες το νησί.

Με την δύση του 5 ηλίου την 2η ημέρα οι επιθέσεις διακόπτονται και τα πλοία κόβουν ρότα για την Κρήτη. Οι τελευταίοι πανηγυρισμοί των αγωνιστών υψώνονται ουρανομήκεις, με την εντύπωση ότι ο αιγυπτιακός στόλος αποχωρεί, ενώ ο φάρος της ζωής τους και της ελευθερίας τους σβήνει.

Νυκτερινές ώρες 30 λέμβοι υπό την καθοδήγηση του Εφιάλτη Ζαχαριά, αποβιβάζουν τις δυνάμεις τους στην δυτική πλευρά του νησιού, την Αντιπέρατο, όπου την φυλάττουν τέσσερεις με πέντε φρουροί και οι οποίοι εύκολα εξουδετερώνονται. Μετά την πρώτη απόβαση και έχοντας αποκτήσει ισχυρό προγεφύρωμα ακολουθεί το δεύτερο κύμα. Ο δρόμος είναι πλέον ανοικτός.

Τα ξημερώματα 2.000 τουρκαλβανοί φθάνουν αιφνιδιαστικά στα νώτα των υπερασπιστών του νησιού στην Αγία Μαρίνα. Ακολουθούν μάχες σώμα με σώμα σε μία μάταιη αντίσταση των υπερασπιστών της νήσου.

Ο Κασιώτης Πλοίαρχος Διάκος Μάρκος Μαλλιαράκης με 40 άνδρες, ως άλλος Λεωνίδας με τους 300 του, συνεχίζει την αντίσταση από τη θέση Λαγκά όπου τελικά οι άνδρες του σκοτώνονται και ο ίδιος αιχμαλωτίζεται.

Ο Χουσείν του προσφέρει την ευκαιρία να «μηδίσει» με αντάλλαγμα πλούσια αμοιβή αν δήλωνε υποταγή και τον ακολουθούσε.

Με μία κύκνεια κίνηση του σκοτώνει τρεις δεσμοφύλακες για να ακολουθήσει ο σφαγιασμός του. Και ω τι σύμπτωση: το μπριγκαντίνι του ο Ήρωας Μαλλιαράκης το είχε ονομάσει ΛΕΩΝΙΔΑΣ !

Επί δύο ημέρες οι κάτοικοι σφαγιάζονται, τα σπίτια καίγονται και καταστρέφονται, 2.000 έπεσαν νεκροί και πάνω από δύο χιλιάδες Κασιώτες και Κρητικοί πουλήθηκαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.

Ολοκληρωτική ερήμωση.

Και το Ιουλιανό ημερολόγιο εκείνη την αποφράδα ημέρα έγραφε 31 Μαΐου 1824, με την οριστική απελευθέρωση και ένωση με την μητέρα Ελλάδα να συμβαίνει 124 έτη μετά, το 1948.

Τα νέα της καταστροφής της Κάσου διαδίδονται ταχύτατα στην Ύδρα και τις Σπέτσες που συγκροτούν τον μεγαλύτερο από την έναρξη της επανάστασης 6 στόλο υπό τον Γεώργιο Σαχτούρη, αποτελούμενο από 25 πλοία και 4 πυρπολικά, και ο οποίος καταπλέει στο νησί 11 ημέρες μετά.

Καταφθάνει στην Αγία Μαρίνα όπου βλέπει μόνον γκρεμισμένα σπίτια και ελάχιστους ζωντανούς. Δύο ημέρες μετά αποπλέοντας από την Κάσο, καταφθάνουν και τα νέα της καταστροφής των Ψαρών. Ο έλεγχος του Αιγαίου έχει χαθεί και ανοίγει ο δρόμος του Ιμπραήμ για την Πελοπόννησο.

Κατά την επετειακή ομιλία την 18η Ιουνίου του 1889 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, ο νεαρός εκ Κάσου φοιτητής της Ιατρικής Γεώργιος Μαυρής περιγράφει:

«σκότος δε και λήθη εκάλυψε το μαρτύριον μετά των ονομάτων των ανδρών εκείνων. Ναι, Κύριοι, εις λήθην έρριψεν η νεωτέρα Ελλάς τους γενναίους εκείνους θαλασσομάχους και τα ηρωϊκά αυτών κατορθώματα μετά του ονόματος αυτών και της πατρίδος των, ετάφησαν εις την αφάνειαν και το σκότος».

Δεν θα αναφερθώ κυρίες και κύριοι ένα προς ένα στα ονόματα των ηρωϊκώς πεσόντων αγωνιστών και κατοίκων του νησιού. Μελετώντας τα στοιχεία ανακάλυψα όλους εσάς που συναντώ στο νησί από το 2009. Να είστε υπερήφανοι γιατί προέρχεστε από προγόνους αγωνιστές του 1821 και έχετε παραλάβει την σκυτάλη να φυλάσσετε σήμερα εσείς τον ιερό αυτόν βράχο.

Απευθύνω έκκληση προς την Ακαδημία Αθηνών με τους έγκριτους ιστορικούς μέλη της, να επανεκτιμήσει την προσφορά του κασιώτικου στόλου στον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας, να αναβιβάσει την θυσία των Κασίων αγωνιστών και την καταστροφή του στόλου των στο ίδιο επίπεδο τιμής με τον τρινήσιο στόλο της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρρών, ώστε να ακολουθήσει και η ονοματοδοσία φρεγάτας του Πολεμικού μας Ναυτικού με το όνομα ΚΑΣΟΣ, δίπλα στις άλλες τρεις φρεγάτες.

Ελλείπει και η προτομή στο Πεδίον του Άρεως του αγωνιστή Διάκου Μάρκου Μαλλιαράκη, ο οποίος χρημάτισε «φροντιστής της θάλασσας», έπαρχος Κάσου-Καρπάθου, ενώ ήταν ο πληρεξούσιος της Κάσου κατά τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας, το 1823.  Θα κλείσω την ομιλία μου, υποκλινόμενος με σεβασμό στους Ήρωες Αγωνιστές της Κάσου, με το ποίημα Θερμοπύλες του μεγάλου Αλεξανδρινού μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη:

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία· γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν είναι πτωχοί, πάλ’εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».

Ζήτω η Κάσος και οι Κασσιώτες Ήρωες Ναυμάχοι του 1821.