Μ’ ένα σταφύλι

Ήφηα αξημέρωτα καλά κϋερνημένος,
με πόθους και παλιές χαρές, με σκέψεις φουρτωμένος.
Πήρα τη στράτα που τραβά στο πλια καλό μετόχι,
πρωί-πρωί με τη δροσιά και πριν να πιάσει η λόχχη…
η κάψια, που ’ν’ ο πόλεμος του ήλιου με τηπ πέτρα
και τις παλιές ανάμνησες ο νους εφυλλομέτρα.


Ένα καλάθι μού ’οκεν η μάνα και μου λέει,
«γιάαινε κ’ έλα [σαπ πουλλί] με τη δροσιά κ’ απέει,
θα κοιμηθείς εις στοτ σουφά τον ύπνο να χορτάσεις,
να ονειρευτείς… πως στην ντζωή όμορφα θα περάσεις.
Να μπεις στ’ αμπέλι σύναυgα σταφύλια να τρϋήσεις,
μέχρι να ’ρτεί το καφαρτί οπίσω να ’υρίσεις.

Photography © Hector Christiaen

Ήεσα εις στην ντζώνη μου σουγιάν ακονισμένο
και το καλάθιν έχω το στο χέρι περασμένο
και πορπατώ προσεκτικά ’μμε βεστροϋρισμένα,
τα ντζάλα μου στοτ τόπο αυτό είναι συνηθισμένα!

Και με τα μμάκια καμμυστά τη βρίσκουσι τη στράτα,
τις πέτρες εγιαλίσασι στα χρόνια τα μικράτα.
Επάτουν εις στις χλασουρές κ’ εκείνες στον νοχό μου,
με συντροφεύgαν [μη χολιώ] απού ’μουμ μοναχό μου.

Επρόαλα στο σύττοιχο, την εμπασιάν αννοίω
κ’ όλο χαρά χιλαντητός! Μέσα στ’ αμπέλι… βίω!
Ένα κουπάι πέρdικες σταφύλια ξερωΐντζα(ν)
και μου καννύντζαπ πονηρά, και σϊανοκακκαρίντζα(ν).

Ήκοψα κληματόφυλλα κ’ ήαλα κάτω-κάτω,
από ’να κλήμα, μαμμαλά, κ’ απ’ άλλο που ’μ’ μοσκάτο.
Ροΐτικα, συσφηνοτά, και σουλτανιά κ’ αθθήρια,
με κεχριμπάρια μοιάντζασι, μ’ αχάτες και ντζαφείρια!

Μέχρι τα μπούνια γέμωσα, κουμούλι το καλάθι,
…στο δρόμο πόσα ρόεψα κανείς δεν θα το μάθει.
Στου Μαλογιάννη ήπλυνα δυο μαύρα και γυαλίντζα!

και στο πεντζούλι κάϊσα εις την Αλεφτειρίντζα,
ρώα την ρώαν εγιάαντζα ονόματα αθρώπω(ν),
που πέρασαν και κάϊσαν σ’ αυτόν εά τοτ τόπο.

Πόσες ψυχές εις τη δροσιά μέφε με συντροφεύgου(ν);
κ’ ονόματα που πάλιωσαν, στηπ πέτρα ενεϋρεύgου(ν)!


Επόσωσα εις το χωριό κ’ επρόκαμα τον ήλιο,
στην Όξω Καμάρα ’εν ήλιασε, ακόμη ούτ’ ένα το σπήλιο.
Εις το καντούνι επόθωκα ετούτο το μαξούλλι,
την ώρα που καβάντζερε ’πο ’κει ένα «ξενοπούλλι».

Hector, [μετά το έμαθα] πως είναι τ’ όνομά του,
στα μμάκια του ελαμπύρισεν και στοφ φακό η χαρά του!

Ένα σταφύλιν ήπαρεν η μάνα εις το χέρι
και μ’ ένα της χαμόγελο πάει να το προσφέρει,
μ’ ένα σταφύλι σκέφτηκε τον Hector να φιλέψει
κ’ αυτή η εικόνα σήμερο μου ξόρισε τη σκέψη.