Ξημερώνει και πίσω από τα διάφανα σύννεφα χαράχτηκε ελαφριά στον ορίζοντα μια άσπρη και πράσινη κυματιστή γραμμή. Ο ήλιος πρόβαλλε και χάιδεψε με μια διακριτική τρυφεράδα τις βουνοκορφές που ρόδιζαν και τα χωριά που ασπρολογούσαν μέσα στο πρωινό φως. Απόγειο αεράκι φύσηξε, η λουλακιά θάλασσα ανατρίχιασε, η γη χαμογελούσε κι έγνεφε. Χαρά ανοιξιάτικη, τρυφερό πράσινο, μακρόσυρτος κυματισμός της γης κι ακούω μέσα μου σαν μακρινή μουσική τα πρώτα φυσήματα της άνοιξης. Ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ανάσανα βαθιά τον κόρφο της πατρίδας.
Σε κάθε επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο αισθάνομαι να με πλημμυρίζει ένα αίσθημα ευφορίας. Όπου και αν στρέψω το βλέμμα μου απλώνεται μπροστά μου η ομορφιά και η πλούσια παράδοση του νησιού.
Μεγάλη η σημερινή μέρα η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η πρώτη Κυριακή όπως συνηθίζουμε να την αποκαλούμε, μαζί και το Σαρακοστιανό έθιμο της Γίλλας.
Όπως έγραφε ο λαογράφος Μιχαηλίδης-Νουάρος το έθιμο καταγράφεται από το 1840 στη συνοικία Βαλαντού, στο Απέρι της Καρπάθου, όπου έχουν την τιμητική τους οι γυναίκες, οι μάνες, τα νεογέννητα παιδιά και τα νιόπαντρα ζευγάρια που θα αποκτήσουν νέα βλαστάρια και θα μεγαλώσουν άξιους καρπούς.
Οι γίλλες, τα μεγάλα σουσαμένια ψωμιά, ζυμώνονται από την προηγούμενη μέρα με μυρωδικά και στολίζονται με περίτεχνα σχέδια, αμύγδαλα και καρύδια, σύμβολα όλα της γονιμότητας. Χαρά της ζωής, ανθοί της άνοιξης που δίνουν πλούσιες υποσχέσεις και σηματοδοτούν όσα η νεογιλός γίλλα υπαινίσσεται.
Οι γίλλες μεταφέρονται στην εκκλησιά πάνω σε στολισμένους με παραδοσιακά κεντήματα δίσκους για να ευλογηθούν στο τέλος της μεγαλειώδους Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας.
Σεργιανίζω στα λοξά δρομάκια, στις ζέστες προγονικές πέτρες! Ένα χαμόγελο έχουν αυτά τα δρομάκια! Με απληστία κοιτάζω γύρω μου, τους ανθρώπους, τα σπίτια. Οι φαρδιοί δρόμοι της παιδιάτικης φαντασίας στένεψαν. Πράσινο παντού, λουλουδιασμένος ο τόπος, αλλού ξεφτισμένοι τοίχοι, μερικά χορταριασμένα κατώφλια.
Από μακρυά ξέκρινα την πατρική πόρτα κλειστή. Τα γόνατα λύγισαν λίγο.
Νιώθοντας τον ίσκιο της μνήμης των γονιών να ορθώνεται μέσα μου, ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό να με πνίγει. Ακολούθησα τις χαρούμενες φωνές από το διπλανό πέργυρο της εκκλησιάς και βρέθηκα μπροστά σε ένα μεγάλο ποτήρι με ρουμπινί κρασί.
“Τίνος ειν’ η κούπα η Μονεμβασιά” τραγουδούσε η παρέα που με περικύκλωσε και με διέτασσε τραγουδιστά: “Άδειασε μας το ποτήρι και δεν κάνουμε χατήρι”! Άδειασα αναγκαστικά το ποτήρι και οι θολές σκέψεις πέταξαν ψηλά μέσα στους αχνούς ατμούς του γλυκού καρπάθικου κρασιού.
Από κάθε σπίτι της γειτονιάς έφταναν οι νόστιμοι Σαρακοστιανοί μεζέδες, πάνω σε καλογυαλισμένους σοφράδες για να συνοδεύσουν το γλυκόπιοτο κρασί μέσα σε ταιριαστές μαντινάδες και αλαλαγμούς χαράς.
Οι γυναίκες της Βαλαντούς ξένοιαστες, απελευθερωμένες, ζούσαν τη δική τους μέρα, αφήνοντας πίσω τις έγνοιες τις καθημερινές.
“Να ζήσουν οι γυναίκες” φώναξε η ζωηρή της συντροφιάς. “Σα δεν ήξερες να ψήσεις μακαρόνια, τι τον ήθελες τον άντρα με γαλόνια” την πρόγγιξε ο άλλος, με τους σατυρικούς στίχους να συνεχίζονται μέσα σε γενική ευθυμία και ανάλογες απαντήσεις. Γλέντι αυθόρμητο μέχρι το σούρουπο όταν ερχόταν ο τελευταίος σοφράς με τα μελωμένα χορτοπιτάκια που απογείωναν τους μπαιλντισμένους και η καμπάνα του Εσπερινού σηματοδοτούσε το τέλος.
Αγαπημένη γη, τα μυστικά και οι χάρες σου είναι ατελείωτα.
Η Κάρπαθος έχει πάντοτε κάτι καλό να σου αποκαλύψει.
Τούτα τα χώματα που πατώ είναι ο δικός μου τόπος. Έτριψα λίγο χώμα στα χέρια μου, ζεστό μου φάνηκε. Αυτή είναι η πατρίδα μου συλλογιέμαι και εδώ ζουν τα όνειρα μου.