Λαϊκός γλύπτης της Ολύμπου, στην Κάρπαθο, ο Γιάννης Χατζηβασίλης που έμαθε μαζί με τ’ αδέλφια του από τον παππού και τον πατέρα τους την τέχνη να φτιάχνουν εξώστες με γλυπτές χρωματιστές παραστάσεις και θέματα από τη μυθολογία, την ποίηση και τα έθιμα του χωριού, μοιράζεται μαζί μας κάποια από τα μυστικά του και πολλές από τις σκέψεις του.
Η Ολυμπος, το γνωστό χωριό της Καρπάθου, επιφυλάσσει μια έκπληξη στους επισκέπτες της, εκτός από την αμφιθεατρικότητά της, τις διάσημες πλουμιστές φορεσιές των γυναικών της, τη θέα στο Αιγαίο, τα κυκλαδίτικα στενάκια της, τις μακαρούνες: αποτελεί μια υπαίθρια γλυπτοθήκη πρωτότυπης λαϊκής τέχνης!
Τα περισσότερα απ’ τα σπίτια της, οι εκκλησίες, έχουν εξώστες με γλυπτές χρωματιστές παραστάσεις και θέματα από τη μυθολογία, την ποίηση μας, τα έθιμα του χωριού στην είσοδο του οποίου στέκει και το αγναντεύει το άγαλμα μιας Ολυμπίτισσας.
Μιλάμε με τον δημιουργό αυτής της εντυπωσιακής σύγχρονης λαϊκής τέχνης, που παραδόξως ελάχιστα έχει παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό: τον λαϊκό γλύπτη Γιάννη Χατζηβασίλη, που η οικογένειά του φιλοτεχνεί από δεκαετιών τον γλυπτικό διάκοσμο σε σπίτια και πλαϊνά τοίχων, με κύριο υλικό το τσιμέντο.
«Αλέξανδρε, ασχολούμαστε με τη λαϊκή αυτή τέχνη από τον παππού μας, Νικολή Χατζηβασίλη (Μορφηνό), που την έμαθε στην Αλεξάνδρεια και τη Σύρο και δούλεψε στην Κάσο διακοσμώντας εκκλησίες και καπετανόσπιτα, κάποια υπάρχουν ακόμα.
Συνέχισε ο πατέρας μας, Βασίλης Χατζηβασίλης, που αποκλήθηκε “Θεόφιλος του Νοτίου Αιγαίου”, καλλωπίζοντας εκκλησίες και σπίτια σε Κάσο, Κάρπαθο, Ρόδο. Η τέχνη της δημιουργίας των τσιμεντένιων κάγκελων με ανάγλυφες παραστάσεις ξεκίνησε εδώ, στο σπίτι μας, που τώρα λειτουργεί ως Μουσείο Βασίλη Χατζηβασίλη. Η πρώτη απεικονίζει τον Αρίωνα πάνω στο δελφίνι και τον Διγενή Ακρίτα με την αμαζόνα Μαξιμώ.
Η ιδέα προέκυψε από την ανατροφή του πατέρα μας και την κατάσταση των νησιών μας που ήταν ιταλοκρατούμενα- τα Δωδεκάνησα έχουν κι άλλα 127 χρόνια σκλαβιάς εκτός από τα 400, ελευθερωθήκαμε το 1948.
Ο πατέρας μου ήταν τότε 30 ετών, φανταστείτε λοιπόν έναν καλλιτέχνη μέσα στη σκλαβιά, βουτηγμένο στη λαϊκή τέχνη και να στερείται Πατρίδας! Πόσο σημαντικές του ήταν οι απλές ασήμαντες εικόνες που έβρισκε από γκραβούρες, αναγνωστικά, ταχυδρομικές κάρτες. Ζωγράφιζε από μικρός ό,τι ελληνικό ερχόταν στα χέρια του και το κρατούσε σαν φυλαχτό. Για τα “Εικονίσματα του Βασίλη Χατζηβασίλη” μίλησε ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ αρχιτέκτονας Δημήτρης Φιλιππίδης το 2007, στην έκθεση των έργων του πατέρα μας που διοργάνωσε το υπουργείο Αιγαίου, στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων.
Θέματα απ’ την πατρίδα, τη θρησκεία, τη μυθολογία μας ήταν η τροφή του κι αυτός με γύψο και τσιμέντο τα μετουσίωνε σε λαϊκή τέχνη πάνω σε κάγκελα, κορνίζες, οικοσήματα.
Ζωγράφιζε τοιχογραφίες μες στη σκλαβιά με τον Μεγαλέξανδρο, τον Διγενή Ακρίτα, τους ήρωές μας, τους θεούς του Ολύμπου, στα σπίτια των Κασιωτών.
Εφτιαχνε καλαίσθητες κορνίζες με αρχαία ρητά. Και για όλα έναυσμα ήταν η δίψα της ελευθερίας.
Το γάλα της πατρίδας μας έκανε τον πατέρα μου λαϊκό καλλιτέχνη και το έργο του συνεχίζω σήμερα εγώ και τα αδέλφια μου, Μανώλης και Αντώνης.
Θυμάμαι μας έλεγε: “εύχομαι να μη νιώσετε ποτέ αυτό το αίσθημα του πόθου της Λευτεριάς, γιατί πρέπει να ζήσετε σε σκλαβωμένη πατρίδα για να αιστανθείτε πόσο σημαντική είναι η λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”.
Αυτά αποτύπωνε στα τσιμεντένια κάγκελα που βλέπεις στην Ολυμπο. Του άρεσαν πάρα πολύ οι ζωφόροι του Παρθενώνα κι έλεγε: “την ιδέα να τα υλοποιήσουν είχαν ο Περικλής κι ο Φειδίας, γιατί να μην έχω κι εγώ μια ιδέα να κάνω κάτι απλό από τσιμέντο στο σπίτι μας;”. Ετσι έφτιαξε τον Αρίωνα.
Τώρα, πώς τα φτιάχνουμε: μέσα σε πλαίσιο, που καθορίζεται απ’ τις διαστάσεις του μπαλκονιού που θα διακοσμήσουμε, με υλικά άμμο, τσιμέντο και σίδερο γύρω απ’ τον βραχίονα, για να αντέχει, τοποθετούμε, μόλις αρχίζει να στεγνώνει το μίγμα, το σχέδιο που έχουμε φτιάξει, μοτίβο ή παράσταση σε κοντραπλακέ, χαρτόνι ή σε χαρτί -ο πατέρας μας το σχεδίαζε στο χάρτινο τσουβάλι του τσιμέντου. Αρχίζουμε το σκάλισμα γρήγορα πριν στεγνώσει το τσιμέντο. Αφού στεγνώσει, χρωματίζουμε. Αυτή είναι η τεχνική των τσιμεντένιων κάγκελων.
Εγώ ένιωσα να με τραβάει η τέχνη αυτή, όταν παιδάκι επτά ετών βλέπω το ’67 τον πατέρα μου στη σκαλωσιά να φιλοτεχνεί το τέμπλος της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Βωλάδα, έκανε ένα μάτι κι από πάνω:
ΕΣΤΙ ΔΙΚΗΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ ΟΣ ΤΑ ΠΑΝΘ’ ΟΡΑ. Τον ρωτάω τι σημαίνει, μου απαντάει: “να κάνεις το καλό, διότι υπάρχει αυτός ο οφθαλμός της αγάπης και της δικαιοσύνης, που είναι του Θεού. Είναι αρχαίο ρητό του Μένανδρου αυτό, αλλά επειδή η θρησκεία μας είναι της αγάπης, οι τότε Ελληνες τη δεχτήκανε γιατί είναι λαός με πάρα πολύ αίσθημα του Θείου. Αυτή είναι η παράδοσή μας, γι’ αυτό το γράφω”.
Αλλά στο χωριό μας με τη φορεσιά μας, τα ήθη μας, να βλέπεις γυμνόστηθες γοργόνες, πολύ παράξενο. Τον ρώτησα γιατί τις ζωγράφισε πάνω στο σπίτι μας, μου λέει: “Για φαντάσου τι λαός θα ήμασταν, αν δεν είχαμε τη μυθολογία μας. Είναι ένας άλλος κόσμος γεμάτος σύμβολα, έννοιες, συναισθήματα, Θεοί και Θεές πετάνε μαζί με ζώα, Μέδουσες, Πήγασους, έτσι φτιάξανε τους αρχαίους ναούς που θαυμάζει όλος ο κόσμος. Ο Παρθενώνας έγινε για τη θεά Αθηνά. Τι θα ήμασταν χωρίς Παρθενώνα, χωρίς Ολυμπία, Δελφούς, Δήλο, τι;”… Πόσο ωραία είναι αυτή η τέχνη τελικά. Τι μεγαλείο έχει!
“Πατέρας θεοσεβούμενος, αλλά «όχι θεοφοβούμενος”
Ο πατέρας μας ήταν θεοσεβούμενος, όχι θεοφοβούμενος. Ελεγε “ο Θεός είναι Αγάπη, δεν μπορεί να φοβάσαι την Αγάπη”. Αλλά του άρεσε το πνεύμα της Ελλάδος, της Πατρίδος μας. Δεν είναι κακό να λέμε για πατρίδα, γιατί στις μέρες μας οι έννοιες των λέξεων έχουν αλλοιωθεί.
Φαντάσου όμως πώς φτιάχνανε οι αρχαίοι μας αυτή τη γλώσσα την εννοιολογική. Μία λέξη σαν αρχαίος ναός σημαντική είναι. Τώρα οι περισσότεροι, κι οι πολιτικοί μας, τις παπαγαλίζουμε.
Οι επιστήμονες ψάχνουν άλλους πλανήτες -για μένα οι ελληνικές λέξεις είναι σαν πλανήτες. Όταν τις ανακαλύπτεις αισθάνεσαι το άρωμα του Παράδεισου. Ομως, η λέξη δημοκρατία, όπως την εμπνεύστηκαν οι πρόγονοι μας, δεν υφίσταται, οι λέξεις έχουνε χάσει τις έννοιες τους, γονέας, οικογένεια.
Πιστεύω ότι μόνο οι ετυμολογίες των λέξεων θα μας έκαναν καλύτερους ανθρώπους, αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις.
Γι’ αυτό δεν λέμε “το στεκούμενο” της Αφροδίτης της Μήλου, όπως οι άλλοι λαοί που λένε το άγαλμα statue, statua, estatua, που το πήραν απ’ το “στέκομαι”, stand, ενώ το άγαλμα βγαίνει από την αγαλλίαση. Λοιπόν, απ’ όλα αυτά είμαστε επηρεασμένοι όλα τ’ αδέλφια. Ετσι τα αισθάνομαι και πραγματικά αγαλλιάζει η ψυχή μου. Εχει μια ίαση ψυχής η τέχνη, σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, καθώς αντικρίζεις τα έργα της.
Εγώ εμπνέομαι από τον χώρο που έχει ζητηθεί το έργο. Υπάρχει η ενέργεια, στο σύμπαν και μέσα μας, και έτσι, όταν επικαλείσαι το ζωοποιό Αγιο Πνεύμα ή τις Μούσες μας, εάν και ο χώρος έχει επιλέξει εσένα, σου στέλνουν την ιδέα και αισθάνεσαι να σε συνεπαίρνει, να σκιρτάει μέσα σου ό,τι θέλει να γεννηθεί, να βγει στο φως του Ηλίου.
Βαρέθηκε να μένει στο Νοητό και να γυρνάει σαν ιδέα άσκοπα, επιθυμεί να τη βλέπουν άνθρωποι και να τη θαυμάζουν… Μένει η υλοποίησή της, τα τσιμεντένια μας κάγκελα και τα αγάλματα που φτιάχνουμε εδώ και στο επίνειό μας, το Διαφάνι, στο σχολείο του χωριού που δυστυχώς είχε μόνο έναν μαθητή κι έκλεισε…».