Άνθρωποι σε κίνηση, που γνωρίζουν τι θέλουν από τα καλοκαίρια τους. Άνθρωποι που μπαίνουν στη μνήμη τους και μας ξεναγούν σε προορισμούς της Ελλάδας που αγάπησαν, που δέθηκαν μαζί τους. Αν η Ελλάδα είναι όμορφη δεν μπορεί… όμορφοι είμαστε κι εμείς. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Μηνάς Βιντιάδης γεννήθηκε στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, μεγάλωσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κάσο. Του ζητήσαμε να επιστρέψει με δικές του λέξεις, στο νησί “σταθμό” της ζωής του.
-Ποια είναι η πρώτη εικόνα που έχεις από το νησί σου όταν φτάνεις σε αυτό;
– Άσπρα σπιτάκια, ένα βουνό γυμνό από δέντρα, θάλασσα σαν τεράστιο χαλί που αλλάζει χρώματα. Είναι πράσινη, είναι και μπλε βαθύ ή μπλε ανοιχτό. Όταν κατεβαίνω από το καράβι ή το αεροπλάνο, τελευταία προτιμώ να πηγαίνω με το πρώτο, είναι σαν να περπατώ πάνω σε όλα αυτά τα χρώματα παίρνοντας την ανηφόρα να πάω σπίτι μου.
-Θυμάσαι τη δυσκολότερη επιστροφή της ζωής σου, από το νησί σου, στην Αθήνα;
-Όλες οι επιστροφές. Είτε ήμουν νεαρός, Είτε ήμουν παιδί, είτε πριν από μερικά χρόνια είτε είναι πέρυσι έχω το ίδιο συναίσθημα. Θα το πω κάπως έτσι. Για μένα η Κάσος είναι σαν το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. Κλείνει μέσα του τους δικούς μου ανθρώπους. Τα ξαδέλφια, τους φίλους, τους συμμαθητές, τους συμπέθερους, τους κολλητούς. Αυτό τον κόσμο, όταν ξαφνικά φεύγω, τον αποχαιρετώ για να επιστρέψω στην πόλη νιώθω πως περιέχει μικρές δόσεις βίας μέσα του. Στην πόλη η ζωή είναι αλλιώς. Πρέπει να φορέσεις το κοστούμι και το χαμόγελο, να βάλεις την επαγγελματική ταυτότητα στην κωλότσεπη. Όλες οι επιστροφές από την Κάσο στην Αθήνα είναι δύσκολες. Σε κάποιες δάκρυσα κιόλας ειδικά όταν έπαιρνα το αεροπλάνο και έβλεπα το νησί μου να χάνεται από ψηλά. Τώρα τα τελευταία χρόνια έχω περισσότερο χρόνο, πάω στην Κάσο πιο συχνά. Πλέον φεύγοντας λέω μέσα μου σε κανένα μήνα πάλι εδώ θα είμαι.
-Ποια είναι η αγαπημένη σου γωνιά στο νησί σου;
-Δεν θα πω το αγαπημένο μου ουζερί, το Blue Mare του φίλου μου του Νικήτα που καθόμαστε, πίνουμε τα τσίπουρά μας και βλέπουμε την Κάρπαθο απέναντι. Δεν θα σου πω για μια γωνιά του χωραφιού μου που την ώρα του ηλιοβασιλέματος βλέπω τη ρεματιά απέναντι ακούγοντας την αγαπημένη μου όπερα. Δεν θα σου πω για την πίσω πλευρά του νησιού που υπάρχει ένα τρομερό μοναστήρι που βλέπει στο Λιβυκό πέλαγος και βλέπουμε “τις τρεις φρεγάτες” των Τούρκων που έρχονταν να κατακτήσουν το νησί. Η Κάσος έχει πολύ μεγάλη ιστορία. Θα σου πω λίγο για ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο. Το μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί που εννέα στις δέκα μέρες τα κύματα χτυπάνε αγριεμένα πάνω του. Μου αρέσει να πηγαίνω εκεί τα βράδια Και αν είμαι τυχερός, που είμαι, αν πετύχω τη βραδιά που έχει απόλυτη ηρεμία, νηνεμία, βλέπω στον ουρανό το δρόμο του φεγγαριού. Είναι πολλά χρόνια που προσπαθώ να γράψω μια ιστορία για χάρη του. Εκεί συνήθως αφήνω την πόρτα της εκκλησιάς μισάνοιχτη, τα κεριά τρεμοπαίζουν και κοιτώντας ψηλά βλέπω τον δρόμο που ακολουθεί το φεγγάρι. Είναι σαν να σε καλούν ο εαυτός σου, η ίδια η φύση να περπατήσεις αυτό τον δρόμο.
-Θέλεις να μας πεις ένα στίχο από ποίημα ή ένα τραγούδι που σου θυμίζει Κάσο;
-Υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι που το έχει ερμηνεύσει και ο Γιάννης Χαρούλης. Το έβαλε σε άλμπουμ του και είχα τη χαρά να γράψω ένα μικρο κείμενο γι’ αυτό. Μιλώ για εκείνη τη δουλειά του που περιέχει ένα κομμάτι από κάθε νησί των Δωδεκανήσων. Ζήτησε, για κάθε νησί, από έναν συγγραφέα να γράψει τις δικές του λέξεις για χάρη του. Το κομμάτι λέγεται το Πισωμέρι και υπάρχει ένας στίχος που λέει: “Με του Βοριά το σύννεφο με του Νοτιά το πούσι, έχω πολλές λαβωματιές που ακόμα με πονούσι”. Και ο αμέσως επόμενος στίχος είναι επίσης πολύ δυνατός. Δεν έχει σχέση με τον έρωτα ή με τις ανθρώπινες σχέσεις. Έχει σχέση με το νησί, γι αυτό τον διαλέγω, λέει “Να αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ανάψω μέσα στα στήθια μου φωτιά και το κορμί μου κάψω”. Αυτοί οι δύο στίχοι με αντιπροσωπεύουν και ως Κασιώτη και ως άνθρωπο και ως άνδρα. Περιγράφουν πειστικά τη στάση μας στη ζωή απέναντι στις μεγάλες μας αγάπες. Είτε είναι το παιδί σου, είτε μια γυναίκα, είτε είναι ένα φιλαράκι, είτε είναι το νησί σου.
-Πότε είπες πως η Κάσος είναι το νησί σου;
-Στα 32 μου χρόνια. Γεννήθηκα στην Αίγυπτο. Έφτασα στην Κάσο παιδάκι. Η ζωή στο νησί μεγαλώνοντας τη δεκαετία του 70 ήταν πολύ δύσκολη. Συνεχείς διακοπές ρεύματος, τα καράβια δεν έρχονταν, κουρεμένα κεφάλια, δεν υπήρχαν βιβλία, δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχε τίποτα. Το έχω ξαναπεί αυτό. Αυτή η σκληρή αρνητική εικόνα υπάρχει μέσα μου. Υπάρχει ένας ιδιόμορφος φόβος που γεννήθηκε μέσα από πολύ άσχημες αναμνήσεις. Όλα τα είδα αλλιώς όταν γεννήθηκε η μεγάλη μου κόρη και ξαναγύρισα στο νησί. Τότε ξαναμπήκα στο σπίτι μου και άρχισα να αναπαλαιώνω πράγματα. Τον στάβλο του 1824 για παράδειγμα. Τότε, εκείνες τις μέρες τις επιστροφής, ήμουν 32 ετών. Επιστρέφοντας στην Κάσο βρήκα τη δύναμη να πω ένας κύκλος έκλεισε ένας κύκλος ανοίγει εδώ!
-Τι είναι η Κάσος για σένα.
-Η πατρίδα μου. Το δεύτερο που μπορώ να πω είναι πως η Κάσος είναι εκείνο το παράξενο σκηνικό σε ένα έργο που ο καθένας καλείται να παίξει. Στα εκατομμύρια των ανθρώπων που γεννιούνται, ο ένας στην έρημο Σαχάρα, ο άλλος στον Αμαζόνιο, ο άλλος στο πεδίο μιας μάχης, εγώ μεγάλωσα σε ένα νησί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τα έθιμα είναι συγκεκριμένα, οι μουσικές, οι μυρωδιές, η λύρα, το λαούτο, οι ναυτικοί που λείπουν κι έρχονται και λένε ιστορίες, τα παιχνίδια, τα παιχνίδια που ανακαλύπταμε αυτοσχεδιάζοντας στα χωράφια, οι ώρες τις μοναξιάς, οι ώρες που λερώνεις τη φανέλα παίζοντας μπάλα 7-8 ώρες την ημέρα. Και μετά; Μετά βρίσκεσαι ξαφνικά στην πόλη έχοντας πάρει την απόφαση να κάνεις κάτι. Να γίνεις δημοσιογράφος, να γίνεις πολιτικός μηχανικός ή γιατρός εμένα υπήρχε πάντα η επιθυμία να γράψω, να εκδώσω θέατρο και λογοτεχνία. Νομίζω πως η Κάσος είναι η έμπνευσή μου. Όλα αυτά που με ζύμωσαν πάνω της. Οι μουσικές της ή η μοναξιά της για παράδειγμα έχτισαν τη συμπεριφορά μου σήμερα. Ως άνθρωπος και ως δημιουργός, αν μπορώ να πω μια τόσο βαριά λέξη για τον εαυτό μου, όσα κάνω σήμερα έχουν σχέση με αυτή την παιδική ηλικία που είχα στο νησί μου.
Πηγή: fragilemag.gr