Πικρός ήρθε ο Μάιος, το καλοκαίρι μαύρο.
Ούτε βοήθεια έφτασε, μήδε συντρόφοι φτάνουν.
Μόνο η αρμάδα του εχθρού με βόλια και μπαρούτια,
για να ορμίσει στην στεριά του Γιβραλτάρ τ’ ασκέρι
να υποτάξουν το νησί και να το μαγαρίσουν.
Πέρα στον Αντιπέρατο δεν σκύβουν το κεφάλι.
Της Κάσου οι πολεμιστές λίγοι μ’ αντρειωμένοι,
σιδεροντύνουν την καρδιά τα στήθη ατσαλώνουν.
Βροντοφωνάζουν στον εχθρό που τους μετρούν χιλιάδες
πως όρθιοι θα πολεμούν μα και θα σημαδεύουν,
κι’ όρθιοι θα πεθάνουσι με τα σπαθιά στα χέρια.
Μοίρασε σ’ όλους άρματα ο Μάρκος Μαλλιαράκης
κι’ από τα βάθη του η ψυχή μίλησε και τους λέει.
Αδέλφια χρέος όλων μας είναι γι’ αυτόν τον τόπο
που στεριανούς θαλασσινούς ο πόνος μας ενώνε
να δώσουμε απ’ το αίμα μας ότ’ έχει απομείνει.
Θάνατος η λευτεριά όλους μας περιμένει.
Ένα απ’ τα δυο απόμεινε της Κάσου παλληκάρια,
π’ αξίζει να λευτερωθεί η γη απού πατούμε.
Κι’ εσείς γυναίκες άμετε στο μάζωμα του γόνου
να μην χαθεί ο ηρωισμός κληρονομιά της Κάσου.
Ο Κανταρτζής το χέρι του άπλωσε στο θηκάρι
με το σπαθί του χάραξε σταυρό στο Άγιο χώμα.
Γιούλιος, Καλαμουγκανάς, και ο Γρηγοριάδης,
Βαρθολομαίος, Ζαργανής κι’ άλλοι θαλασσομάχοι,
γροικούν τον λόγο της τιμής στην κόψη των σπαθιών τους,
όρκο όλοι τους έδωσαν κάλια νεκροί στον Άδη,
παρά στα χέρια του εχθρού, δούλοι ταπεινωμένοι.
Δεν μας τρομάζει του εχθρού κάθε λογής φοβέρα.
Μήδε ο ερχομός του ύπουλου κι’ αόρατου θανάτου.
Κατέχουμε τον πόλεμο στεριάς και του πολέμου,
και πως να θυσιάζεται για λευτεριά η ψυχή μας
όταν το βάρος της σκλαβιάς τα γόνατα λυγίζουν.
Χρόνια ο εχθρός δεν τόλμησε να μας πολιορκήσει.
Κι’ άνοιξαν δρόμο στην φωτιά τα χείλη του προδότη
για να μας κάψουν αλύπητα και να μας υποτάξουν.
Η στάχτη σκέπασε ουρανό καπνός πικρός στα χείλη.
Σαλεύουν μες την καταχνιά ψυχές μισοχαμένες,
έρποντας να αφουγκραστούν μωρού παιδιού το κλάμα,
μ’ έφτασε στο καμπαναριό το χέρι του θανάτου,
κι’ ακούστηκε ολόγυρα ο θρήνος της καμπάνας.
Φλόγες αχνά φωτίζανε του πόνου το σκοτάδι.
Να βρουν τον δρόμο οι ψυχές με την μορφή αγγέλων,
όλες για ν’ ανταμώσουνε σε ουρανού μετόχια
για την αιώνια ζωή χωρίς παπά και ψάλτη.
Δεν είχε ξύλο για σταυρούς να γράψουν τ’ όνομα τους.
Για να τους μνημονεύουνε καλότυχοι όσοι μείναν
Σάββατα ψυχοσάββατα και μεγαλοβδομάδα
που χέρια αντρών δεν έμειναν τα μνήματα να σκάψουν
για να φιλοξενήσει η γη της Κάσου αντρειοσύνη.
Απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί αχόρταγες οι φλόγες
τρων απ’ τα γυναικόπαιδα τις σκλαβωμένες σάρκες.
Θρήνος φωνές και κλάματα στου ήλιου την θαμπάδα
είδαν βουνά που ράισαν και γκρεμισμένους τοίχους,
κι’ αίμα στην γη που σκέπαζε το πονεμένο χώμα.
Βούιζε ο ήχος της φωτιάς. Η θάλασσα βρυχάται.
Ψυχομαχούσε η λευτεριά στων καραβιών την πλώρη.
Οι γλάροι απ’ την οδύνη τους μαδούσαν τα φτερά τους,
και στ’ ακροθάλασσο η φωτιά το κύμα εκλιπαρούσε.
Κάτω θωρούσε ο Θεός τον νόμο του διαβάζει.
Αν η βροχή ήταν δίκαιος λόγος για να σωθούνε,
η να σιγήσει η φωτιά απ’ των πιστών τις φλέβες.
Σκλάβα μου γη πολέμησα. Ήπιες δικό μου αίμα.
Τον δρόμο εσύ μου έδειξες προς την αυτοθυσία,
και την ψυχή μου σκέπασες με σάβανο από στάχτη
να γεννηθεί η λευτεριά απ’ το ολοκαύτωμα σου.
Μα σπόρος νέος μιας γενιάς, πόμεινε να ριζώσει
να ξανανθίσει η ζωή απάνω στα καμένα,
για να μην λείψουν ήρωες της Κάσου αντρειωμένοι.
ΜΑΝΩΛΗΣ Κ. ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ