Πως μου θυμίζουν την αγαπημένη γη αυτές οι γιορτινές ημέρες! Κάθε που κλείνω τα μάτια γυρνώ εκεί στα μέρη μας. Εικόνες που δεν λένε να χαθούν, να με αφήσουν να ησυχάσω.

valantou-2023Ανασαίνω βαθιά τη μυρωδιά του βασιλικού κι ο νους γίνεται σαν την αυλή του πατρικού σπιτιού γεμάτη γλάστρες και μυρωδικά. Βασιλικοί και γιασεμιά, παλιοί αγαπημένοι σύντροφοι που έχουν αρωματίσει όλη μου τη νιότη. Περπατώ με προσοχή στις γλυστερές ασπρόπετρες της γειτονιάς μου, με τις αραιές στάλες της βροχής να με συντροφεύουν, να μου θυμίζουν αγίασμα από βασιλικό στα χέρια του ιερέα.

Σαν μακρινή μουσική ακούω μέσα μου υπέροχους χριστουγεννιάτικους ύμνους. Χριστό γεννάται, δοξάστε!” Ανακατωμένα όλα, θύμησες και συναισθήματα και το κουβάρι των αναμνήσεων να ξετιλίγεται εκεί κοντά στο κλειστό γειτονικό σπίτι.

Αχνή φιγούρα να ξεπροβάλλει η Μαριγώ, με τη μακριά φούστα, το άσπρο τεχρεμί και το πιμπιλλωτό πολίτικο τσεμπέρι. Μέσα από τον καθρέπτη των αναμνήσεων πήρα τη ζωή της, ταξίδεψα μαζί της και την ακολούθησα στην ταραγμένη, πικρή της ιστορία. Παντρεμένη με τον λεβέντη τραγουδιστή ξενοχωριανό Γιάννη, ζούσαν ευτυχισμένοι με τα δυο τους παιδιά σαν να κρατούσαν τον ήλιο στα χέρια τους. Δεν κράτησε όμως πολύ η ευτυχία τους.

Ανήσυχο πνεύμα και ονειροπόλος ο Γιάννης, πήρε την απόφαση να ακολουθήσει το όνειρό του στην μακρινή Αφρική για καλύτερη ζωή όπως πίστευε. Δεν άρεσε και δεν συμφώνησε με την απόφαση του η Μαριγώ, αλλά δεν θέλησε να τον αποτρέψει. “Πήγαινε να βρεις το όνειρο σου” του είπε και έτρεξε για να μη δει τα δάκρυα της και μείνει εξαιτίας της και το μετανιώσει ύστερα για όλη του τη ζωή. Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δυο την ψυχή της και άρχισε να του γράφει θλιμμένη και απογοητευμένη:

“Κλείνω τα μάτια και θαρρώ πως σε θωρώ κοντά μου,
Γιάννη αγαπημένε μου και αναπετά η καρδιά μου”

Σπάνιες οι απαντήσεις του Γιάννη και η Μαριγώ δεν άργησε να καταλάβει ότι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάθηκαν, όλα όσα είχε ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητας της.

Πιάστηκε στις παγίδες της ξενιτιάς ο Γιάννης, ξέχασε τη Μαριγώ και η αλυσίδα της ζωής τους κομματιάστηκε οριστικά.

Άρχισε η Μαριγώ να δουλεύει σκληρά και αφοσιώθηκε στα παιδιά της. Πέρασε δυσκολίες, φουρτούνες και αγριοκαίρια , τραγικά περιστατικά την σημάδεψαν, σπάνιες οι χαρές της ζωή της.

Έμπειρη μαία και με τον νερόμυλο να δουλεύει συνέχεια τα έβγαλε πέρα παλικαρίσια.

Χρόνια και χρόνια πέρασαν και ο Γιάννης άρχισε να θυμάται τα παλιά και να θεριεύει μέσα του ο νόστος για την πατρίδα και το χωριό του.

“Θα γυρίσω” αποφάσισε και σε λίγο καιρό βρέθηκε κοντά στους δικούς του.

Άγνωστα, ξένα, στενάχωρα και σκοτεινά του φάνηκαν όλα. Θυμήθηκε τη χαμένη του νιότη, τις στιγμές ευτυχίας που νόμιζε πως άγγιξε και δεν χάρηκε και που το γαϊτανάκι της μοίρας γκρέμισε.

Χαράματα ήταν όταν σαν σε όνειρο άκουσε μουσική που όλο και πλησίαζε και γνώριμη φωνή να τραγουδά:
“Τι να σου πω πατέρα μου, τι να σου πω δεν ξέρω,
που μ’αφησες μικρό παιδί κι ήρθες και μ΄ήβρες γέρο.

Με την καρδιά του να χτυπά τρελά, πέταξε ο Γιάννης τα σκεπάσματα για να απαντήσει στον γιο του:
“Άξαφνα σφαίρα χτύπησε ΄πόψε τα σωθικά μου,
γνωστή φωνή που άκουσα στο πρώτο ξύπνημα μου.
Παλιά πληγή ξανάνοιξε γιε μου η μαντινά σου,
όνειρο θα’ ναι φαίνεται πως βρίσκομαι κοντά σου”.

Δεν μάθαμε τη συνέχεια της ιδιότυπης τραγουδιστικής νυχτερινής συνομιλίας.

Γνωρίζουμε πως ο Γιάννης γύρισε στο χωριό του, όπου βρήκε τη γαλήνη κάτω από το φουντωτό κυπαρίσσι που μικρός είχε φυτέψει.

Μεταφέρω αφηγήσεις και ιστορίες παλιές για να τις περάσω στην επόμενη γενιά, στη γενιά των παιδιών μου.

Είναι πολύ εύκολο να βαδίσει ο άνθρωπος στο δρόμο της ευτυχίας.

Το δύσκολο είναι να καταφέρει να το διακρίνει!

“ΟΜΟΝΟΙΑ” ΑΠΕΡΙΤΩΝ

ΕΦ.”ΟΜΟΝΟΙΑ”