Με μεγάλη χαρά πληροφορήθηκα ότι το ποίημα μου με τίτλο «Το πουλί» απέσπασε το Α΄ βραβείο στον 19ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης από την Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.
Ευχαριστώ την κριτική επιτροπή που αξιολόγησε τις συμμετοχές.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον πρόεδρο κύριο Ελευθέριο Μουφτόγλου.
Συγχαρητήρια σε όλους τους λογοτέχνες που συμμετείχαν.
Καλές γιορτές, με την ευχή να έχουμε αγάπη και χαρά, προσωπική αλλά και οικουμενική ειρήνη.
Το πουλί
Όταν στην πόλη περπατώ σε δρόμους βοερούς,
που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
όλο με σφίγγει στον λαιμό, μια σκέψη, σαν δαγκάνα
και χάνομαι σιγά-σιγά κι αλλού με πάει ο νους.
Κι όταν αργά το απόβραδο στο σπίτι μου γυρνώ,
που ξαρματώνω το κορμί απ’ τις έγνοιες της ημέρα
και στρώνω για να κοιμηθεί το κουρασμένο τέρας,
φέρνω μπροστά μου ένα πουλί και μέσα μου πονώ.
Ήταν πρωί ηλιόλουστο που βγήκε ο κυνηγός
σεργιάνι σ’ ακροποταμιά, σ’ έναν μικρό ελαιώνα,
στο τέλος του καλοκαιριού στην άκρη του χειμώνα
κι ακόμα, μέσα μου, αντηχεί του όπλου του ο αχός.
Σηκώθηκαν στον ουρανό οι πέρδικες γοργά,
πετούσανε, και ξαφνικά τραβάει τη σκανδάλη,
τους ρίχνει μια και δυο και τρεις και ξαναρίχνει πάλι
και πέσανε απ’ τον ουρανό κάτω στο χώμα αργά.
Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας σ’ εκείνη τη σφαγή∙
μου έδωσε ένα «λάφυρο» του άνισου πολέμου,
το κράτησα στο χέρι μου, δύσκολο που ’ναι, Θε’ μου,
να ξεψυχάει στη χούφτα σου ένα μικρό πουλί.
Ένα ωριόπλουμο πουλί στο χέρι μου κρατώ,
που με περίσσια ομορφιά το στόλισε η φύση
και που σ’ εμένα έτυχε τα μάτια του να κλείσει,
μ’ ένα στερνό και ξέπνοο, βουβό ανασασμό.
Την άλλη μέρα πέρασα μόνος μου από ’κεί
και άκουσα να κελαηδά μια πέρδικα θλιμμένα,
για όλου του κόσμου τα παιδιά τ’ αδικοσκοτωμένα
και άφησε στο στήθος μου την πιο βαθιά πληγή.
Όταν στην πόλη περπατώ σε δρόμους βοερούς
μου έρχεται, δεν ξέρω πώς, εκείνη η μάνα η δόλια
κι όλες οι μάνες που ’νοιωσαν να τις καρφώνουν βόλια,
’πό κάθε λογής αδίσταχτους του πλούτου κυνηγούς.
© Γιώργος Ν. Κανάκης