Πέρσι το καλοκαίρι, ξαφνικά κι αναπάντεχα η Κάρπαθος δέχθηκε ένα μικρό κύμα αλλοδαπών προσφύγων από εμπόλεμες περιοχές –κάποιοι άλλοι, σίγουρα λαθρομετανάστες με στόχο την Ευρώπη της ευμάρειας και αφθονίας- στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες πάνω σε μικρό τούρκικο κότερο με προορισμό δήθεν, τη νότια Ιταλία!.. όπως οι ασυνείδητοι δουλέμποροι τους παραμύθιαζαν.
Οι Aρχές τους περιέθαλψαν αμέσως και τους εγκατέστησαν με περιοριστικούς όρους βέβαια, στο καινούργιο αθλητικό στάδιο Απερίου. Με το άκουσμα της είδησης, η Καρπάθικη φιλοξενία πήρε απίστευτες διαστάσεις. Σαν καλοί Σαμαρείτες απ’ όλα τα χωριά, έσπευσαν με ρουχισμό, κλινοσκεπάσματα και ζεστό σπιτίσιο φαγητό να τους περιποιηθούν και μάλιστα, σε καθημερινή βάση.
Παρ΄όλη όμως τη φιλόφρονα περιποίηση που τους παρασχέθηκε, οι «πρόσφυγες» διεκδίκησαν και πέτυχαν τη μεταφορά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, ίσως για να το βάλουν στα πόδια… με την πρώτη ευκαιρία. ΄Ετσι η παραμονή τους στην Κάρπαθο μέτρησε κάποιες βδομάδες. Έκτοτε, κανένα άλλο κύμα προσφύγων δεν πάτησε στις ακτές μας. Προφανώς τα κινητά «πήραν φωτιά» ενημερώνοντας συγγενείς και φίλους για καλό φαγητό και τα ρέστα, αλλά «Ευρώπη» και ζητούμενο, γιόκ!
Όμως ανατρέχοντας στο παρελθόν, η Κάρπαθος δέχθηκε και μάλιστα μεγάλο κύμα προσφυγιάς. Μιλάμε όμως για πραγματικούς πρόσφυγες, όχι «μαϊμού» και μάλιστα, ΄Έλληνες, αλλά η φτώχια βλέπεις των καιρών και οι μίζερες συνθήκες που βίωναν οι ίδιοι, δεν επέτρεψαν στους φιλόξενους Καρπάθιους τις σημερινές γαλαντομιές, ούτε καν την εκδήλωση ενδιαφέροντος ή συμπαράστασης. Ευτυχώς, υπήρχε η άριστη οργάνωση και η παροιμιώδης ετοιμότητα της Βρετανικής Επιμελητείας Στρατού που ανέλαβε αμέσως δράση.
Και ναι μεν η Κάρπαθος από την Τρίτη 17η Οκτωβρίου 1944 απολαμβάνει την προστασία της Βρετανικής προσωρινής διοίκησης και δέχεται κανονικά ανεφοδιασμό και επαρκή, έστω και με δελτίο, τα τρόφιμα, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος όμως δεν είχε ακόμα λήξει Στη γειτονική Ρόδο π.χ, εξακολουθούσε η Γερμανική κατοχή με ότι αυτό συνεπάγεται. Βομβαρδίζεται συνέχεια από τους συμμάχους, ο κόσμος της υποφέρει από τις κακουχίες, λιμοκτονεί, πεθαίνει αβοήθητος εξ αιτίας και του ναυτικού αποκλεισμού που επέβαλαν οι σύμμαχοι στο νησί για να κάμψουν και την τελευταία απέλπιδα αντίσταση των Γερμανών κατακτητών.
Οπότε με την παρέλευση τριμήνου, Πέμπτη 8η Φεβρουαρίου 1945 ξημερώματα, ένα μεγάλο δικάταρτο ιστιοφόρο καΐκι φορτωμένο μέχρι τα μπούνια πρόσφυγες, πλέει αργά με τη βοήθεια των πανιών του και εισέρχεται στο λιμάνι των Πηγαδίων μεταφέροντας 650 εξαθλιωμένους και υποσιτισμένους Έλληνες της Ρόδου, τους οποίους οι Γερμανοί για ανθρωπιστικούς λόγους, είχαν επιτρέψει την αναχώρηση λόγω της δραματικής ανεπάρκειας τροφίμων.
Επί μία εβδομάδα το ιστιοφόρο περιπλανήθηκε ανά τις θάλασσες μέχρι να αγκυροβολήσει στα Πηγάδια. Προηγούμενα λόγω καιρικών συνθηκών προσέγγισε στην απέναντι τουρκική ακτή που όμως, οι ντόπιοι τους λαφυραγώγησαν και ορισμένες μάλιστα γυναίκες, βιάστηκαν.
Στην θέα του ιστιοφόρου, σήμανε αμέσως συναγερμός στα διοικητήρια. Στο λιμάνι η ινδική Φρουρά Gwalior πήρε θέση μάχης μέχρι τη διαπίστωση περί τινος επρόκειτο. Μετά την εκκένωση του καϊκιού, ο Άγγλος διοικητής λοχαγός John Pyke με προσωπικό έλεγχο ανακάλυψε έκπληκτος στο αμπάρι του, έξι νεκρούς από ασιτία. Πάραυτα ειδοποιήθηκε το Βρετανικό Στρατηγείο στο Κάιρο να σταλούν αντίσκηνα, εφόδια και τρόφιμα για να αντιμετωπισθεί εκτάκτως το πρόβλημα στέγασης και επισιτισμού των προσφύγων.
Με στρατιωτικά αυτοκίνητα και επιταγμένα τα φορτηγά ιδιοκτησίας Μιχαλάκη Γ. Μακρή και Σοφίας Γ. Χριστοδούλου, οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στον Αφιάρτη. Μάλιστα για λόγους υγιεινής, από τον φόβο μολυσματικής μεταδοτικής νόσου, τους απομόνωσαν σε ειδικά οργανωμένο καταυλισμό.
Η βρετανική στρατιωτική Επιμελητεία ανταποκρίθηκε άμεσα. Εντός 24 ωρών άρχισαν με αερογέφυρα να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του «Αφιάρτη» μεταγωγικά αεροπλάνα το ένα πίσω απ΄ το άλλο, μεταφέροντας αντίσκηνα, ράντσα εκστρατείας και τόνους τα τρόφιμα και τα φάρμακα σε επαρκείς ποσότητες προφανώς, να καλύψουν κάποιες χιλιάδες εν αναμονή πρόσφυγες.
Πλέον στις 8 Μαϊου 1945 σήμανε το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Τα Δωδεκάνησα τελούν υπό βρετανική προσωρινή διοίκηση και οι πρόσφυγες μετά πεντάμηνη περίπου παραμονή στην Κάρπαθο, επέστρεψαν στα σπίτια τους, εκτός τριών περιπτώσεων.
Ο Μικρασιάτης ζαχαροπλάστης Κώστας Κοντός με τη Δικαία τη σύζυγο του, ο Καστελλοριζιός μαραγκός Νίκος Αντ. Σαμιώτης και ο φούρναρης Γιώργος Σταματάρος που στο μεσοδιάστημα γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν τις Πηγαδιώτισσες Σοφία Ν. Χαλκιά ο πρώτος, τη Φανή Μιχ. Λαθουράκη ο δεύτερος και παρέμειναν στην Κάρπαθο δημιουργώντας μικτές οικογένειες.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο μου: «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»