Ε’ί’νει αυτό απού φοάτο …
Ο κλήρος , ήπεσε απάνω του … Έν ήτο αρκινός … Τούτη την φορέα όμως , μαντζί με τούτο τον κλήρο , επέσα κι όλοι οι θόλοι τ’ Ουρανού …

Άτε τώρα να πιάσει το μολύβι … Από που ν’ αρκινήσει και πως να στρατίσει… Αυτός που ακόμη και τώρα , αντί για μηνύματα ποάλλει γράμματα και κάρτες … Τούτη την φορέα , όλα ήτο ολόρτα ανήφορα …

Εαντζέρα οι μεάλες ημέρες , οι εφτάκορφες εβντομάες , οι μονοί και οι ίπλοί μήνες και δεν εμπόρει να πιάσει το μολύβι … Κάθε ολά απού τ’ αποκόττα , τη μνιά του φαίνετο βαρύ σα την Χοντρή Βουλά και την άλλη τό’νιωθε σα αφτούμενο σκινοχάλι στα αχτύλια του …

Ο κ. Κώστας , η ξαέρφιτσά του το Καλλιώ και τα παλληκάρια από το Συββούλιο , με πολύ ευγκένια είναι αλήθεια , τού’ πασι αρκετές φορές πως πρέπει να γράψει δυό λόγια …
Γράφω , γράφω …των ήλεε κι αλήθεια ήγραφε …Αμμέ κάθε φορέα , επελάωννε και έν εμπόρει να τα ξερτώσει εκείνα τα δυό λόγια …

Από κείνη την μαύρη ημέρα του Ιούνη , γράφει , σβήννει , ξαναγράφει , ξανασβήννει… Αυτό το θέπιστι , πολλές μοναχικές αργκατινές , και για πολλά εμάτα και μισοεμάτα φεγγάρια…

Μέχρι απού’ ε εκείνο το παράξενο όρομα , μνιά νύχτα μ΄αστραπόβροντα …

<< Σαν ννα βρέθει λέει στην Όξω Καμάρα … Εποχή των Ελιών θά’το , γιατί η μυρωδιά από τα κούρκουντζα , ανακατεμένη με την αρμύλλα της θάλατσας , εσκέπαζε απ’όλα σέλα το χωριό ωσά απού κάμνει τ΄ανέφφαλο του Μπονέντη …

Ενέηκε το μικρό σκαλοπάτι της αυλής … Το σπίτι ήτο κλειωμένο … Είχε ένα σκουριασμένο πέταλο καρφωμένο στο πανώφλι … Κλειωμένος ήτο κι ο κέλλος απού΄το προς τον Χριστό . Το ίδιο και το κουντζινί …Ένας μικρός τσιμεντένιος νεροχύτης στο καντούνι και μνιά κολονίτσα για τα ρούχα , χώς καννά’ι’ … Δεξιά το δεύτερο Καμπαναριό , ο ψηλός Πύργκος και πίσω το πέτρινο και εμάτο από Μεραθύμαα Κορύφι !!! Ο Ήλιος κουριασμένος εκατηφόριντζε σιανά σιανά προς την Αστακία … Κόκκινος ο Ουρανός , κόκκινη και μαύρη η Θάλατσα …

Μαυροκόκκινο και χολιασμένο εκείνο το Σκιμοράντισμα…

Μνιά θερεμένη Ιτσίλλα , ελώνευγκε πάνω απο το Νάκρος … Εαρέθει όμως , ετράβηξε μνιά κακή φωνή … και ήσυρε φτερό προς την κοιμητέα της , στον αλειφτό κρέμμο της Γιτσιλλέας …

Ενέει στο καντούνι , και σάρταρε πάνω στο ταρατσάκι του κελλίου … Από γιά , εθώρει και τον μυριο( δ )αρμμένο από τ΄άγρια κύμματα Χοίρο , και το Πουντί και το Γιότρυπο στις Φύσες …

Ήμπε και μούχριαντζε … Η ψύχρα , όσο επόκαμνε το φως της ημέρας επόλλενε … Είε μνιά λάμπα νά’ φτει προς το Νάκρος …Ξαφνικά ακούει ντζαλάπατα … Πολλά ντζαλάπατα … Απ’ όπου κι αν είχε στράτα , εξαπροάλλα εκείνες οι ανήγροικες γυναίκες , κι ας εφορούσα όλες καβάγια…

Ενετρίχιασε …

Οι ποίες είστε υναίκες μου και που πάτε τέτοια ώρα …

Οι Θύμησες ,οι Θύμησες ήμεθα , είπασι όλες με μνιά φωνή …

Οι Θύμησες ; και που πάτε μαθές όλες μαντζί ;

Ήρταμε να σε βρούμε ,να σου πούμε αυτά που θέλεις να γράψεις …

Και πού ξέετε εσείς , ώρα καμάτου , τα θέλω να γράψω …

Θωρούμε τσε απου τυραννιέσαι ΔΩΔΕΚΑ μήνες τώρα , λυπούμεθθά τσε κι είπαμε όλες μαντζί να σε βρούμε να σου πούμε όσα ξέομε …

Ευκαριστώ σας , από την μέσα μερέα της ΨΥΧΗΣ μου … Ανεμένετε να βγάλω τη πλάκα και το πετροκόντυλο από το τουβράι … Λέετέ μου λοιπό , λέετέ μου …

<< … Να , ογιά μέσα σε τούτο το κρέμμικο σπίτι , πάνω