Για την ιστορική μνήμη δεν πέρασε μια ημέρα από το Ολοκαύτωμα της Κάσου, της «καπετάνισσας των Δωδεκανήσων», που καταστράφηκε από τον αιγυπτιακό και τον οθωμανικό στόλο, το 1824.
Η Κάσος διέθετε τον 4ο μεγαλύτερο στόλο και η ευημερία του προσέφερε μια ήσυχη και ασφαλή ζωή στους κατοίκους.
Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή πήραν μέρος στον αγώνα και με τα πλοία τους ανέλαβαν να βοηθήσουν την Κρήτη, την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα, αποτρέποντας τους τούρκους να βγούν στο Αιγαίο.
Ο έλεγχος της Κάσου ήταν αναγκαίος για την εδραίωση του Οθωμανο-Αιγυπτιακού ελέγχου στην επαναστατημένη Κρήτη. Στρατηγικά, η Κάσος ήταν ανάλογη με την Σάμο και τα Ψαρά ως προωθημένο προπύργιο και ορμητήριο επιχειρήσεων για τους Έλληνες.
Για 100 χρόνια τα Δωδεκάνησα δεν ήταν Ελλάδα, αναφέρει ο Μηνάς Βιντιάδης, δημοσιογράφος και συγγραφέας στο νησί.
Όταν δέχθηκε επίθεση από τον τουρκικό στόλο η Κάσος ζήτησε βοήθεια, από την Δεύτερη κυβέρνηση της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος, με πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη.
Ουδέποτε έφτασε , γιατί δεν ήταν σε θέση να κινητοποιήσει τον στόλο λόγω έλλειψης χρημάτων. Ανοχύρωτο το νησί δεν κατάφερε να αποτρέψει στις 6 Ιουνίου 1824 την αποβίβαση των Αλβανών, από τα 45 πλοία του Χουσεί Μπέη. Από τους 7.000 κατοίκους περίπου 500 σκοτώθηκαν και γύρω στους 2.000 αιχμαλωτίστηκαν, κυρίως γυναικόπαιδα, που κατέληξαν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής. Κάποιοι ελάχιστοι διέφυγαν στα γύρω νησιά.
Όταν ο ελληνικός στόλος βρήκε χρήματα από το βρετανικό δάνειο και σάλπαρε για το νησί υπό τον ναύαρχο Μιαούλη ήταν αργά.
Η αναγνώριση της συμμετοχής της Κάσου είναι η ανταμοιβή για τους κατοίκους του νησιού, που δεν θέλουν να ξεχαστεί η δική τους συνδρομή στον αγώνα, σημειώνει ο κ. Βιντιάδης.
Το νησί βίωσε τον τουρκικό ζυγό έως την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και αντελήφθη πως τα ευτελή παιχνίδια εξουσίας διαμορφώνουν τις ζωές των ανθρώπων.