Το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου αποδεικνύεται ιδανικό για φθινοπωρινή απόδραση. Τώρα, θα έχετε την ευκαιρία να ανακαλύψετε τη γνήσια ομορφιά του: τους ανθρώπους, τις γεύσεις, τις παραδόσεις του.

Ο δρόμος για την Κάσο είναι μακρύς. Μπορεί και 23 ώρες πλεύσης. Χρόνος αρκετός για να αποβάλεις από μέσα σου καθετί άλλο, να φτάσεις άδειος, να ’χεις χώρο να τη χωρέσεις. Αν διαλέξεις το αεροπλάνο, τα πράγματα είναι λίγο πιο σύντομα, όχι όμως λιγότερο σύνθετα: Το ταξίδι διαρκεί 5 ώρες, με πτήση μέσω Ρόδου ή Καρπάθου.

Είναι από τα μέρη που σε αγγίζουν βαθιά. Από αυτά που δεν περιμένουν από τον τουρισμό να τα σώσει. Που έχουν φτιάξει έναν μαγικό μικρόκοσμο στον οποίο σε καλοδέχονται. Είναι από τα νησιά που δημιουργούν εθισμό, έντονα συναισθήματα και γεννούν… τοπικιστές. Δικαίως. Εδώ εμείς και τη νοσταλγούμε συνέχεια.

Kasos

Η Κάσος δεν αλλάζει πολύ στο πέρασμα των εποχών. Εσύ αλλάζεις πηγαίνοντας εκεί. Χειμώνα-καλοκαίρι βλέπεις τους ντόπιους να εκτρέφουν τα ζώα τους, να πήζουν τα τυριά τους στα μιτάτα, να τυλίγουν ντολμαδάκια λες και φτιάχνουν εργόχειρα, να παίζουν λύρες και λαούτα, να λένε «να σ’ εύρω» όταν σε αποχαιρετούν και να σε λιγώνουν.

Να ψαρεύουν τους ονομαστούς σκάρους του Καρπάθιου πελάγους, να «πλέκουν» μαντινάδες, να στήνουν αλησμόνητες γιορτές στους αγίους τους, να μιλούν ακόμα για το Ολοκαύτωμα του 1824 και για τους φημισμένους καπεταναίους τους.

Το μπάρκο, τα ποντοπόρα πλοία, η ναυτοσύνη. Αυτή πλάθει διαχρονικά την «προσωπικότητα» του νησιού. Μουσικοί σκοποί, γαστρονομία και αρχιτεκτονική – όλα απ’ την τεράστια ναυτική ιστορία της εμπνέονται. Αγονος βράχος η Κάσος, το ’ριξαν στη θάλασσα οι άνθρωποι και βρήκαν την υγειά τους.

Πολλοί, όμως, έχασαν την πατρίδα τους. Σκορπίστηκαν στον κόσμο. Επιστρέφουν, βέβαια, κάθε καλοκαίρι για να ρουφήξουν όσο περισσότερη Κάσο μπορούν από τους 1.000 μόνιμους κατοίκους. Κι είναι λες για το χατίρι τους που δεν αλλάζει το νησί στο πέρασμα των χρόνων. Που παραμένει τόσο, μα τόσο αυθεντικό. Σαν άφθαρτο.

kasos

Ανω, Κάτω, Πέρα Γη

Πέντε χωριά: το λιμάνι του Φρυ, η μεγάλη Αγία Μαρίνα, το Αρβανιτοχώρι, η διάσημη για το πανηγύρι της Παναγία και το Πόλι, η παλιά πρωτεύουσα του νησιού.

Επτά παραλίες: ο Εμπορειός με το διάσημο ταβερνάκι του, η Κοφτερή, η Αμμούα, ο Αντιπέρατος και η Χέλατρος, όπου θα βρείτε το πολύ μία καντίνα στην καθεμία. Το Αυλάκι και τα Τριτά είναι παραλίες για λίγους, αφού θα φτάσετε έπειτα από περπάτημα μιας ώρας. Τα Μάρμαρα, στο απέναντι ακατοίκητο νησάκι Αρμάθια, προσεγγίζονται με καραβάκι και είναι μία από τις ωραιότερες παραλίες της Ελλάδας.

Δεκατέσσερα χιλιόμετρα είναι η μεγαλύτερη απόσταση στο νησί, έως τη Χέλατρο και το αγαπημένο μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη στις Χαδιές. Κατά τα άλλα, βραχούρα και χωματόδρομοι που οδηγούν σε ξωκλήσια σε όλο το νησί, το οποίο οι Κασιώτες χωρίζουν σε Ανω, Κάτω και Πέρα Γη. Και μονοπάτια που η δροσιά της εποχής τα κάνει ιδανικά για περιπάτους.

Στις παραλίες θα περνάτε τις μέρες σας και στα χωριά τα απογεύματά σας. Για να δείτε τα καπετανόσπιτα με τα γήινα, ζεστά χρώματα και τις αρχοντικές εκκλησίες, μην το πολυσκεφτείτε: ζητήστε να μπείτε σε κάποιο σπίτι για να δείτε τις επιρροές που έφεραν στο νησί οι ναυτικοί από τα μακρινά ταξίδια τους. Να τρίβεις τα μάτια σου.

Ο σουφάς και το πανωσούφι, δηλαδή το ξύλινο πατάρι-κρεβατοκάμαρα, ράφια με πορσελάνινα και χρυσοποίκιλτα διακοσμητικά, ξύλινες κασέλες με υφαντά και κεντήματα, σαμουντάνια (κηροπήγια) και ο συγκλονιστικός κεντρικός στύλος, στολισμένος με τη στυλομαντίλα, να στηρίζει την οροφή συμβολίζοντας τον ξενιτεμένο άντρα, τον ναυτικό που λείπει, την κολόνα του σπιτιού.

Τους παλιούς ναυτικούς, μαζί με τους ψαράδες, τους βρίσκεις κάθε πρωί στο λιμανάκι της Μπούκας, στο Φρυ. Ο πρωινός καφές στο ποτηράκι του κρασιού πίνεται στο καφενείο της Κούλας και είναι… θεσμός – παρότι πλέον το λειτουργεί ο γιος της.

%ce%ba3

Συγκινητικές γεύσεις

Και αφού μιλήσαμε για τα… διαδικαστικά, πάμε τώρα στην ουσία της Κάσου: τους ήχους και τις γεύσεις της. Εκεί είναι η καρδιά της. Σ’ ένα πιάτο από πιλάφι με κανέλα που σερβίρεται σε κάθε πανηγύρι και σε κάθε γάμο. Σ’ έναν καλοψημένο σκάρο, στο κοκκινιστό κατσίκι και σε μια κατσαρόλα μακαρούνες με σιτάκα, χειροποίητα ζυμαρικά ανακατεμένα με το ντόπιο κρεμώδες τυρί.

Σε μια στοίβα από ντολμαδάκια, τους ντορμάες, που είναι τόσο μικροσκοπικοί και τόσο περίτεχνοι, που ’ναι να απορείς πώς φτιάχνονται καθημερινά με τα κιλά. Θυμάμαι την Κούλα Μαστροπαύλου να παραπονιέται ότι «μάλλον για να ταλαιπωρούμαστε τους έκαναν τόσο μικρούς οι παλιές Κασιωτοπούλες. Τρία με έξι ντολμαδάκια τυλίγονται σε κάθε αμπελόφυλλο!» και από δίπλα τη μητέρα της, την κυρία Μαγκαφούλα, να τη μαλώνει ότι προσβάλλει την παράδοση.

Στον Εμπορειό να βγαίνει ο Μιχάλης ο Ασπράς (Αγάς) να μας συστήσει το «αλαρμυστό ροίκιο» (αγριόχορτο σε άρμη) και στην Αγία Μαρίνα οι κυράδες, η Μποργιανή Νικολάου, η Ζωγραφούλα Χαλκιάδου και η Ειρήνη Καραγιαννάκη, να έχουν βαλθεί να μας φτιάξουν όλα τα κασιώτικα εδέσματα: καυτό πιλάφι με ντόπιο βούτυρο και κανέλα, γλυκά μοσχοπούγκια και ξυλικόπιτες…

Και κάπου στην περιοχή Μαρίτσα, μέσα στο παμπάλαιο μιτάτο του Γιώργη Νικολάκη, η κυρία Μαρία να μας προσφέρει κουλούρα με ζεστή σιτάκα που μόλις βγήκε απ’ το «μαντροκάζανο». Να ανακατεύει ακούραστα ο κυρ Γιώργης, να πλέκει μαντινάδες, να εξηγεί όλη τη διαδικασία παραγωγής της σιτάκας, της μυζήθρας, της ελαϊκής (τα οποία μπορείτε να προμηθευτείτε και από το σύγχρονο τυροκομείο του Βοναπάρτη), να παρακινεί: «Αυτός εδώ είναι ο βούτυρος που φτιάχνουμε. Ασπρος και ψητάρης. Βούτηξε το δαχτύλι σου να δεις νοστιμιά».

Μαντινάδες και λύρες

Αν η καρδιά της Κάσου είναι στα τοπικά πιάτα της, η ψυχή της είναι -σίγουρα- στα γλέντια της. Στις δωδεκανησιακές αχλαδόσχημες λύρες με τα «γερακοκούδουνα» (ή απλώς κούνια) και στα λαούτα. Στους κασιώτικους σκοπούς που ξεπερνούν τους 50 και στις μαντινάδες. Να βλέπεις γέρους ανθρώπους πότε να γελούν και πότε να κλαίνε σαν παιδιά.

Μερόνυχτα ολόκληρα τραβάει το παιχνίδι της ρίμας, μερόνυχτα και το γλέντι. Το γλέντι το αυτοσχέδιο, ένα βράδυ σε κάποιο καφενείο, ή το οργανωμένο στα αυθεντικά πανηγύρια είναι ακριβώς το ίδιο. Τα κασιώτικα πανηγύρια φημίζονται, άλλωστε. Ειδικά του Αϊ-Γιώργη στις Χαδιές και του Αϊ-Μάμα. Εδώ, οι άντρες μαγειρεύουν στα καζάνια φορώντας τις λευκές ποδιές τους και σερβίρουν τον κόσμο σχηματίζοντας μια αλυσίδα για να περνούν τα πιάτα από χέρι σε χέρι.

Τη λύρα και τους χορούς, τη σούστα και το ζερβό, τα διδάσκονται από παιδιά χάρη στον άξιο δάσκαλό τους Νεκτάριο Σταματάκη.

Οι Κασιώτες -λένε- γεννιούνται με τη λύρα στο προσκεφάλι τους και τη μαντινάδα για νανούρισμα, μ’ αυτές περνούν όλη τη ζωή τους, μ’ αυτές και πεθαίνουν.

Σαν τον Σάββα Περσελή, έναν από τους τελευταίους κορυφαίους λυράρηδες της Δωδεκανήσου, ο οποίος λίγο πριν φύγει από τη ζωή είχε ζητήσει να τον συνοδεύσουν με τα όργανα στο κοιμητήριο και να του βάλουν μαζί τη λύρα του.

Στο «πόδι» του έμεινε ο αδερφός του, ο μπαρμπα-Λιος, πάνω από 90 ετών σήμερα, επίσης κορυφαίος λυράρης των Δωδεκανήσων. «Μη ρωτάς. Οσο είμαι όρθιος, θα παίζω», μου είπε. «Πάμε, μπάρμπα», του λέει ο Γιώργης Περσελής, και πιάνει το λαούτο. Ο μπαρμπα-Λιος στήνει τη λύρα και πρώτα απ’ όλα τη φιλάει. Κλείνει τα μάτια, τα γερακοκούδουνα απ’ το δοξάρι αρχίζουν να χτυπάνε, τ’ αλέντι, ο πιο ιερός σκοπός της Κάσου, ξεκινά.

Πηγή :Όλγα Χαραμή από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ