Φωνή μεγάλη ακούστηκε και κλάμα πονεμένο,
«πού πας παιδί μου άγουρο, παιδί μου αγαπημένο;»
Μάνα στα μαύρα ντύθηκε, μάνα στα μαύρα κλαίει
κι από τα στήθη της βαθιά μοιρολογά και λέει:
-Μίσεψες άστρο λαμπερό, που ’φεγγες αποσπέρας
και έσβησες και χάθηκες στο μέστωμα της μέρας.
Χειμωνανθέ μου μάδησες, μυρτιά μου με το μύρτο,
πώς έσβησες, καρδούλα μου, στον άνεμο σαν σπίρτο;
Κι έμεινα εγώ να καίγομαι, γιε μου, με τον καημό σου,
να κλαίω απαρηγόρητα στον ξαφνικό χαμό σου.
Κρουστάλλιασαν τα δάκρυα, στα μάτια μου, καλέ μου!
και το κορμί μου «άψυχο» ξερόφυλλο του ανέμου,
στο μνήμα σου βράδυ-πρωί σέρνεται και σε ψάχνει
κι ελπίζει μήπως και φανείς μόλις στεγνώσει η πάχνη.
Πώς έκαμες απόφαση και έφυγες, παιδί μου,
πώς έσπασες κλωνάρι μου, ανθέ και γιασεμί μου;
Πώς έπαψε το γέλιο σου, μάτια μου, λαμπερά μου
και το κορμί σου έγειρε κάτω στη γη, χαρά μου;
Πώς χάθηκες πρωί-πρωί ήλιε μου αποβροχάρη,
λες κι είχες όψη ανήμπορου και βήμα αρρωστιάρη;
Σήκω να δεις τη μάνα σου, τον κύρη σου, αητέ μου,
που λύγισαν και γέρασαν με το φευγιό σου, γιε μου.
Σήκω να δεις τ’ αδέρφια σου, που σε γυρεύουν Γιάννη
και δεν μπορούν της λησμονιάς να βρούνε το βοτάνι.
Σήκω και δώσε απόκριση, ψηλό μου κυπαρίσσι,
κίνησε κρούσταλλο νερό σε μαρμαρένια βρύση.
Κίνησε φέρε τη χαρά μέσα στο σπιτικό μας,
που σύννεφα το σκέπασαν κι ο αναστεναγμός μας.
Σηκώσου Γιάννη κι έστρωσα τραπέζι κι ήρθαν όλοι,
για τη γιορτή σου μάτια μου, που ’ναι μεγάλη σκόλη.
Πιάσε καλέ μου, το κρασί και βάλε να κεράσεις,
να ευχηθούμε όλοι μας να ζήσεις να γεράσεις,
Κέρνα τους όλους Γιάννη μου, να πάρεις τις ευχές σου,
να ευχηθούμε από καρδιάς, παιδί μου, στις χαρές σου.
Βάλε κρασί και κέρασε τον Χάρο να μεθύσει,
να λυπηθεί τα νιάτα σου, ζωή να σου χαρίσει.
Να κλείσει κύκλον ο χορός, τρανή χαρά και γλέντι
κι εσύ στη μέση να κερνάς, βλαστάρι μου, λεβέντη!
Δεκέμβρης 2015
Γιώργος Ν. Κανάκης
(Εφ. Η φωνή της Ολύμπου)