Κάθε 1η Αυγούστου η Μαρία της Καλλιόπης έκανε ποδαρικό σε όλα τα σπίτια της Βαλαντούς. Με ένα τετράδιο στο χέρι κατέγραφε τις προσφορές κάθε οικογένειας για το τραπέζι της εορτής του Χριστού που θα γινόταν σε λίγες μέρες.

Η επίσκεψη ήταν απαραίτητη και καθιερωμένη και όλοι προσέφεραν για την επιτυχία της μεγάλης εορτής. Το κρασί ήταν εξασφαλισμένο από τη Βαγγέλα που το είχε τάξει στον Χριστό και το καταστάρικο κιούπι, σκεπασμένο με επιμέλεια, περίμενε τη μεταφορά του από το αμπελόσπιτο στις Στες.

Δροσερή συντροφιά συνόδεψε τη Βαγγέλα εκείνο το Αυγουστιάτικο απόγευμα για τη μεταφορά του κρασιού. Πολλές ήταν οι αντιρρήσεις από τους γονείς που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εκδρομή, αλλά ο ενθουσιασμός επικράτησε και όλα τακτοποιήθηκαν.

Με τον Μπονέντη, τον ασίγαστο δροσερό αέρα, υποδέχτηκε η ωραία εξοχή του Όθους, τη μικρή συντροφιά. Γάργαρα κρύα νερά, ομορφιά και ηρεμία κι Άγιος Παντελεήμονας στην πλατεία περίμενε το θυμίαμα και τις προσευχές για καλή υγεία.

Ανανεωμένες και ξεκούραστες ανηφόρισαν για το κελάρι. Έστρωσε η Βαγγέλα τις κουρελούδες στη πεζούλα, έβαλε το καρώ τραπεζομάντηλο στο τραπέζι κι όλες μαζί απολάμβαναν τη μαγεία της βραδιάς.

Τα χρώματα του δειλινού να μπερδεύονται μεταξύ τους και να μεταμορφώνουν τον ουρανό στον ωραιότερο πίνακα, ημερεύοντας τη ψυχή, γεμίζοντας την με αγάπη κι ευγνωμοσύνη που αξιώνονταν να αντικρύσουν κάτι τέτοιο.

Με την υπευθυνότητα που την διέκρινε, η οικοδέσποινα ψυχανεμίστηκε τη συνέχεια της βραδιάς και βιαστική άρχισε να βγάζει το κρασί από το κιούπι.

“Πρέπει να δοκιμάσουμε το κρασί!!” πρότεινε η.Μαρίκα και όλες συμφώνησαν.

Ήρθε το κανάτι και το ποτήρι έκανε τον γύρο του τραπεζιού.

“Νάμα είναι!” αποφάνθηκε η μεγαλύτερη της παρέας.

Ούτε “αντρίκιο”, ούτε πετιμέζι και τα ποτήρια γέμισαν και ξαναγέμισαν.

Καλόπιοτο το κρασί, έρρεε άφθονο, ευφραίνοντας ουρανίσκο και ψυχή.

Δροσερός ο αέρας, νόστιμα τα μεζεδάκια, οι γλώσσες λύθηκαν και πολλές οι ευχές στη Βαγγέλα να ξοδέψει τα κρασιά της σε χαρές.

“Καλώς να σε βρω, καλως να’ρθεις”, τις Μονεμβασιές ακολούθησαν παλιά τραγούδια, ζακυνθινές καντάδες, τα μαλλάκια τα ανακατωμένα κι ο Δροσίνης ζωντάνεψε με την αμυγδαλιά του την ανθισμένη.

Γλέντι τρελό που ανέβηκε σαν καπνός ψηλά στον ουρανό, τον πήρε ο Μπονέντης και τον ταξίδεψε πάνω από τα δέντρα και τα πουλιά.

Λύρα και λαούτο ακούστηκαν ξαφνικά από το πουθενά και το κέφι εκτοξεύθηκε στα ουράνια. Σούστα και πάνω χορός τράνταζαν τις πλάκες της αυλής και τα πόδια δεν πατούσαν στη γη. Ζαλισμένη και σχεδόν άρρωστη η Βαγγέλα από τις αναθυμιάσες του κρασιού βρέθηκε στην αυλή να παρακολουθεί σαστισμένη το ξέφρενο γλέντι και τον χορό.

Με το φεγγάρι να κατεβαίνει σιγά αργά να βουτήξει στα μαβιά απόνερα του Σικέλαους, πήραν παραπατώντας τον δρόμο της επιστροφής.

Από ψηλά φάνηκαν οι απλωμένες σκόρπιες γειτονιές του Απερίου.

Μικρά αστέρια τα φώτα, σαν να κατέβηκαν χαμηλά στη γη και να πελαγοδρομούν στο αμβλύ φέγγος της αυγής. Με τον Έσπερο να κρύβεται τελευταίος στο στερέωμα. Εξωπραγματική εικόνα με το τραγούδι να μη λέει να τελειώσει.

“Ομορφη που’ναι η βραδιά και δροσερό τ’ αγέρι, μια καλημέρα η Βαλαντού λέει σ’ όλο τ’ Απέρι”.

“Με την αποψινή δροσιά και τον σκοπό τ’ Αλέντη, σας προσκαλούμε όλους σας στης Βαλαντούς το γλέντι”.

Αναμοχλεύω ιστορίες και γυρίζω χρόνια πίσω σε μια καθημερινότητα ξένη στο δικό μας κόσμο σήμερα, που όμως την ίδια στιγμή ευχόμαστε να την είχαμε ζήσει. Μικρά και μεγάλα πράγματα που συνθέτουν το πορτραίτο της κοινωνίας μέσα στο πέρασμα των χρόνων.

ΑΝΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ