Κι ο παππούς του, κι ο πατέρας του κι ίδιος την κουβαλούσαν μέσα τους, και γύριζαν κάθε φορά. Ο πρώτος στον τόπο που τον έστειλε ο Μουσολίνι και γέννησε τα παιδιά του, ο δεύτερος στον τόπο που γεννήθηκε κι ήθελε και να πεθάνει, ο Τζιοβάνι εδώ που του ζήτησε ο πατέρας του να καταλήξουν κι έφτιαξε μια νέα ζωή!
Μια συγκινητική ιστορία για ανθρώπους που κάνουν ό,τι τους λέει η καρδιά, αυτό το τόσο σπάνιο και πολύτιμο!
«Ο παππούς μου κι η γιαγιά μου, ήρθαν στη Ρόδο από την Ιταλία, το 1918, από τους πρώτους, μου λέει ο Giovanni Dellerba, που πήγα και τον βρήκα ένα μεσημέρι στην Ιταλική ταβέρνα. Ο παππούς μου ο Carmine ήταν ξυλουργός από τη Βόρεια Ιταλία και ο Μουσολίνι τότε έστελνε εδώ τεχνίτες για να φτιάξουν τα κτήρια που υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Εξοπλισμούς, έπιπλα, ντουλάπες, και άλλα.
Το μεγάλο ξυλουργείο των Ιταλών ήταν στο σημείο της Παλιάς Πόλης όπου σήμερα βρίσκεται η τουρκική βιβλιοθήκη κι έτσι οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν σε σπίτι, εκεί κοντά. Εκεί ήταν το πατρικό του παππού μου, το οποίο του δόθηκε για να μείνει όταν οι Ιταλοί έβγαλαν από αυτά τα σπίτια τους μουσουλμάνους της Ρόδου και εγκατέστησαν Ιταλούς γιατρούς, νοσηλευτές, μηχανικούς και τεχνίτες που έφερναν από την Ιταλία. Έτσι ο πατέρας μου ο Μάριο και ο αδελφός του ο Τζιοβάνι γεννήθηκαν στην Παλιά Πόλη, της Ρόδου».
Ποιο ήταν το δέλεαρ τότε για ν’ αφήσουν την Ιταλία και να έρθουν στο νησί να εργαστούν φέρνοντας ακόμη και όλη την οικογένειά τους μαζί;
Ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες και τα χρήματα ήταν καλά ενώ το μεγάλο κίνητρο ήταν αυτό που λέγανε στη Νάπολη «τα σπίτια του Μουσολίνι»! Δηλαδή γυρνώντας πίσω ο Μουσολίνι σου έδινε τη δυνατότητα να πας να ζήσεις στη Νάπολη, σε σπίτι που θα σου έδινε, μαζί με επιπλέον χρηματοδότηση. Και όντως ο παππούς μου, πήγε κι έζησε στη Νάπολη, μετά τον πόλεμο.
Μέχρι να γίνει όμως αυτό η οικογένεια έζησε μια μεγάλη περιπέτεια ώσπου να καταφέρει να αποδράσει, κατά την οποία βοηθήθηκε από τους Ροδίτες και στη συνέχεια τους Καρπάθιους. Τι ακριβώς έγινε;
Το 1942 που ξέσπασε ο πόλεμος με τους Γερμανούς, οι Ιταλοί στρατιώτες συλλαμβάνονταν από τους Γερμανούς, όπως και οι οικογένειες των Ιταλών. Πολλοί δεν έζησαν τελικά! Ο παππούς μου, βοηθήθηκε από τους Ροδίτες, με τους οποίους είχε καλή σχέση για να ξεφύγει. Πήγανε όλη την οικογένεια στην Κρητηνία κι από εκεί ο Κώστας Αντωνάκης, με καταγωγή από τον Έμπωνα, ήταν αυτός που φυγάδευσε με καΐκι, από την Κάμειρο Σκάλα, την οικογένεια για την Κάρπαθο ώστε να σωθεί. Όταν το 1973 όλοι μας, παππούς, μπαμπάς κι εμείς τα παιδιά γυρίσαμε από την Ιταλία για πρώτη φορά στη Ρόδο, συναντήσαμε τον γιο του, τον Γιάννη Αντωνάκη και τον ευχαριστήσαμε για τη συμπαράσταση του τότε.
Στην Κάρπαθο ποιοι τους έκρυψαν και πού;
Μείνανε στην Όλυμπο της Καρπάθου, για 10 μήνες κρυμμένοι ώσπου να γίνουν ευνοϊκές οι συνθήκες. Οι Γερμανοί έψαχναν παντού. Όποια οικογένεια Ελλήνων έκρυβε Ιταλούς, εκτελείτο. Παρ’ όλα αυτά διακινδύνευαν τη ζωή τους. Χρόνια μετά, μέλη της οικογένειας από την Όλυμπο της Καρπάθου, ήρθαν στη Νάπολη για σπουδές και φιλοξενήθηκαν από εμάς για οκτώ χρόνια, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Ήρθαν στην Ιταλία να σπουδάσουν αρχιτεκτονική. Μετά πέθανε ο παππούς, πέθανε η γιαγιά…
Δέκα μήνες η γειτονιά, το χωριό δεν πήραν χαμπάρι;
Εγώ πιστεύω ότι το ξέρανε. Όταν πήγαμε το 1973 εγώ ήμουνα μικρός και μου φαινότανε σαν το ταξίδι του Ιντιάνα Τζόουνς για να πάμε Κάρπαθο. Δεν υπήρχε ούτε λιμάνι κι εγώ θυμάμαι ότι με τα γαϊδουράκια ανεβήκαμε πάνω. Όλοι στην πλατεία μας χαιρετάγανε και ήτανε χαρούμενοι. Έχω και φωτογραφία που δείχνει εμένα και την αδελφή μου ντυμένους με τις παραδοσιακές, Καρπάθικες στολές. Μας κάνανε γλέντι. Έρχονταν όλοι και μας χαϊδεύανε εμάς τα παιδιά.
Ο παπάς άνοιξε ένα σπίτι κάποιων που έμεναν στην Αμερική για να μας φιλοξενήσει και θυμάμαι τους τοίχους με τα κρεμασμένα πιάτα που έβλεπα όλο το βράδυ ως παιδί πάνω από το κεφάλι μου. Ήταν καλοκαίρι και τα παιδιά ήμασταν τρομαγμένα που ερχόμασταν από μία πόλη σαν τη Νάπολη σε κάτι πολύ διαφορετικό. Κοβόταν και ξαναρχόταν το ηλεκτρικό ρεύμα, αυτό το θυμάμαι… Έχουμε πολύ καλή γνωριμία πια με τον Ηλία και τον Μηνά Τσέρκη που μάθανε ποιοι είμαστε και από τότε μας συνδέει μια πολύ καλή σχέση.
Ο παππούς σας, πάντα ήθελε να γυρίσει στη Ρόδο;
Ο παππούς, εκεί γύρω στα 60 του χρόνια ήθελε να δει τον τόπο που έζησε, που μεγάλωσε τα παιδιά του, που τον σώσανε…
Πρώτη φορά ήρθαμε το 1973, μετά το 1975 και το τελευταίο ταξίδι μας μαζί με τον παππού ήταν το 1978.
Στο πρώτο μας ταξίδι πήγαμε και στην Κρητηνία.
Στα παιδικά μου χρόνια στη Νάπολη, κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο σπίτι του παππού, κι εκείνος μας έλεγε τις ιστορίες από τη Ρόδο.
Κι εμείς σαν παιδιά λέγαμε: «πάλι θα μας πει την ίδια ιστορία»… Αισθανόταν ευγνωμοσύνη. Θυμάμαι ενώ ζούσαμε στη Νάπολη, ο παππούς μου και η γιαγιά μου να μιλάνε ελληνικά μεταξύ τους. Ο παππούς, μιλούσε κάτι ελληνικά με μπονιάτικη διάλεκτο. Ο παππούς έκανε τρία ταξίδια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Λίγο μετά το τελευταίο, το 1978 έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.
Μιλήστε μου για τον πατέρα σας τον Μάριο, που ήθελε να έρθει να ζήσει στη Ρόδο, μέχρι το τέλος της ζωής του!
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1936 στο νησί κι έφυγε από τη Ρόδο στα 12 του χρόνια. Στη Νάπολη, παντρεύτηκε Ναπολιτάνα. Ήθελε πάντα να γυρίσει στη Ρόδο, αλλά η μητέρα μου δεν ήθελε γιατί ο πατέρας μου είχε ανοίξει εργοστάσιο με πλακάκια και είχε πελατολόγιο. Η μητέρα μου δεν ήθελε κι αυτός ήτανε λόγος να μην πηγαίνει καλά ο γάμος τους. Η μαμά μου ωστόσο πέθανε πολύ νέα. Εκείνος, ερχότανε στο νησί συχνά, πήγαινε στο Χαράκι κι έβρισκε έναν Ιταλό ξάδελφο του που είχε καταφέρει στη ζωή του να έχει επιστρέψει στη Ρόδο και να ζει έξι μήνες εδώ και έξι μήνες στο Μπάρι. Πάντα θεωρούσε ο πατέρας μου ότι η Νάπολη δεν είναι μια πόλη που θα μπορούσα να ζω εγώ. Οι πολιτικοί τα είχανε βρει με τη μαφία και δεν ήταν το καλύτερο αυτό.
Παντρευτήκατε Ελληνίδα που ήρθε στη Νάπολη για σπουδές!
Η πρώην γυναίκα μου, ήταν Πειραιώτισσα. Έζησα 6 χρόνια στη Φρανκφούρτη γιατί η σύζυγός μου δούλευε στο ελληνικό προξενείο και στη συνέχεια ζήσαμε πολλά χρόνια στη Μελβούρνη, για τον ίδιο λόγο. Είχα τελειώσει σχολή μαγειρικής στην Ιταλία και έτσι και στα δύο μέρη είχα ανοίξει ιταλικό εστιατόριο. Είμαι 41 χρόνια μάγειρας και τα 34 έχω δικές μου επιχειρήσεις.
Πώς βρεθήκατε από την Αυστραλία όμως να ζείτε στη Ρόδο, τα τελευταία τρία χρόνια! Πώς έγινε αυτό το κάλεσμα;
Στην Αυστραλία όπου ζουν μέχρι σήμερα τα παιδιά μου, έμεινα πολλά χρόνια και στο μεταξύ αρρώστησε ο πατέρας μου. Ήμουν η αδυναμία του κι εγώ δεν μπορούσα να τον δω ούτε να τον φροντίσω. Όταν μας είπαν ότι έπαθε και καρκίνο και του έδιναν μόλις ενάμιση χρόνο ζωής, έφυγα από την Αυστραλία και είπα ότι θέλω να κάνω κάτι γι’ αυτόν! Πούλησα το εστιατόριό μου στη Μελβούρνη, γύρισα στη Νάπολη και του έκανα την ερώτηση: «τι θέλεις να κάνουμε αυτό τον χρόνο μαζ; Πες μου…»! Εγώ ήμουνα ήδη καλά οικονομικά. Μου απάντησε: «θέλω να πεθάνω στο νησί που είμαι γεννημένος»! Λέω: «Πάμε»! Ερχόμαστε στη Ρόδο και του βρίσκω το σπίτι που ήθελε εκείνος. Ήθελε να μείνει σε χωριό, να είναι κοντά στην παραλία και να μπορεί να περπατάει στο χωριό μόνος του και να έχει τον κήπο του πίσω. Έτσι αγοράσαμε ένα σπίτι τεράστιο στη Σορωνή, με μεγάλη έκταση και ασχολείτο με τις κοτούλες και τα δέντρα του.
Ο Ιταλός επέστρεψε στο τέλος της ζωής του, στη Ρόδο!
Έζησε έναν χρόνο, είχαμε και τη νοσοκόμα που ήταν 24 ώρες, μαζί του. Κι εγώ με τη δεύτερη γυναίκα μου που είναι Αυστραλέζα, ήμασταν συνεχώς μαζί του για να κάνει τις βόλτες του στο αγαπημένο του νησί και να περνά καλά. Μία μέρα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, μου λέει: «Θα πάω να δω την αδελφή σου στη Νάπολη και θα ‘ρθω»! Του λέω «βρε πατέρα, είναι χειμώνας…»! Μου λέει «θα πάω δύο εβδομάδες και θα γυρίσω…». Ήθελε να δει τον γιατρό του! Τον πάω στο αεροπλάνο, απευθείας για Νάπολη. Δέκα μέρες μετά αποκλείστηκαν λιμάνια και αεροδρόμια, λόγω κορωνοϊού.
Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να γυρίσει εδώ κι εγώ δεν μπορούσα να πάω εκεί. Μετά τον Ιανουάριο άρχισε η κατάστασή του να χειροτερεύει, ο καρκίνος είχε κάνει μεταστάσεις παντού. Δεν μπόρεσα να πάω ούτε στην κηδεία του. Η Ιταλία είχε το μεγάλο κύμα νεκρών από κορωνοϊό κι εγώ που είχα φύγει από την Αυστραλία μόνο για εκείνον, ήμουν αδύναμος να κάνω το οτιδήποτε! Με την αδελφή μου είχαμε την ιδέα να μην τον θάψουμε, αλλά να αποτεφρωθεί όπως και έγινε. Όταν τελείωσε το λοκντάουν, πήγα στη Νάπολη, πήρα την τέφρα του και την έβαλα στο κοιμητήριο στη Σορωνή.
Εδώ που ήθελε!
Τουλάχιστον σεβάστηκα την επιθυμία του που ήθελε να πεθάνει στον τόπο που ήταν γεννημένος.
Ο Τζιοβάνι, είναι πια τρία χρόνια στη Ρόδο και τα δύο λειτουργεί την ιταλική ταβέρνα. Είναι εδώ επειδή το είπε η καρδιά του. Τον αγαπάει η Ρόδος, οι παρέες των Ιταλών, οι παρέες των ντόπιων που σπούδασαν στην Ιταλία… Η Ρόδος τον αγαπάει, αλλά κι εκείνος, κι ο παππούς του, κι ο πατέρας του, αγάπησαν εμάς!