Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Κωνσταντίνος Τασούλας εγκαινίασε την έκθεση «ΣΗΚΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ»!… Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22, που παρουσιάζει στον εκθεσιακό του χώρο το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η έκθεση αναπτύσσεται γύρω από τη ζωή πριν το 1922 στη Σμύρνη, την Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και την Προποντίδα, την Ανατολική και τη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία)· παρουσιάζει τον ξεριζωμό, την απώλεια και το τραύμα της προσφυγιάς· αναβιώνει τη ζωή και τη μουσική δημιουργία στη νέα πατρίδα· αναπαριστά τον τρόπο με τον οποίο οι δικές μας γενιές τραγούδησαν το συνταρακτικό γεγονός.
Τα παραπάνω συνδέονται μεταξύ τους με βασικό άξονα τη μουσική και το τραγούδι, που δημιουργούν τον γενικό καμβά της έκθεσης. Στοιχείο πρωτοτυπίας, το ζωντανό πάλκο όπου θα φιλοξενηθούν, κατά τη διάρκεια της έκθεσης, νέοι δημιουργοί και ερμηνευτές, που θα αναδείξουν τις μουσικές διαδρομές των προσφύγων και της εμπειρίας της προσφυγιάς.
Ο Πρόεδρος της Βουλής στην ομιλία του τόνισε ότι πρόκειται για μια έκθεση έμπλεη μουσικής και μνήμης.
Μας δείχνει, είπε, πώς, μετά την κατάρρευση του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας ως εδαφικής επέκτασης, ο ελληνισμός υλοποίησε ένα άλλο όνειρο, αλαμπές αλλά σπουδαίο: της ανόρθωσης και της ανοικοδόμησης, της ισοπαλούς με τους ευρωπαϊκούς λαούς ύπαρξης. Μέσα από τη μουσική, που αποτελεί άσκηση και στοιχείο ελευθερίας, σημείωσε, σπουδάζουμε πώς οι 1.300.000 πρόσφυγες μπόλιασαν τον πολιτισμό τους στον ελλαδικό εθνικό κορμό.
Σε μια ομιλία διάστικτη από λογοτεχνικές και δοκιμιακές αναφορές (μεταξύ άλλων στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη και το Ελεύθερον Πνεύμα του Θεοτοκά) ο κ. Τασούλας έκλεισε με την «Οδό ονείρων», το σπουδαίο θεατρικό και κινηματογραφικό έργο, στο οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει για τον «τρυφερό και αβάσταχτο ουρανό» πάνω από μια προσφυγική γειτονιά. «Ο ίδιος ουρανός μας σκέπει και πάλι», σημείωσε ο κ. Τασούλας, «κάτω από τον οποίο πρέπει να μείνουμε ενωμένοι και να έχουμε εμπιστοσύνη στο μέλλον μας, γιατί οι δυσκολίες δεν λείπουν, οι προκλήσεις και οι αναμετρήσεις είναι μπροστά μας».
Ο Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος, καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ανοίγοντας τη βραδιά, είπε ότι το Ίδρυμα επέλεξε έναν τρόπο τολμηρό και πρωτότυπο για να τιμήσει την επέτειο: μέσα από το πρίσμα της μουσικής και του τραγουδιού. Η Μικρασιατική Καταστροφή, ανέφερε, υπήρξε το μεγαλύτερο τραύμα του ελληνισμού και ταυτόχρονα η καθοριστική εμπειρία η οποία διαμόρφωσε το σύγχρονο κράτος. Τέλος, ευχαρίστησε τους συντελεστές της έκθεσης για το πολυδιάστατο και απαιτητικό έργο που έφεραν σε πέρας: όλα τα στελέχη του Ιδρύματος (και ιδίως τους επιμελητές της, Άννα Ενεπεκίδου και Χρήστο Χρηστίδη) και την επιστημονική επιτροπή της (ιδίως τον πρόεδρό της Διονύση Σαββόπουλο και τον Αλέξη Κυριτσόπουλο, που τη σχεδίασε και την επιμελήθηκε εικαστικά).
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής της έκθεσης, αναφέρθηκε στα προσωπικά του βιώματα (ο πατέρας του από την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα του από την Ανατολική Ρωμυλία) και τα μουσικά ακούσματα στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Και τόνισε πως το 1922, πέρα από τον πόνο και το τραύμα, είναι η αφετηρία μιας συναρπαστικής πορείας για μια καινούργια Ελλάδα. Η καταστροφή έδειξε ότι το δέντρο του ελληνισμού είχε γερές ρίζες· ρίζες βαθιά μέσα στη γη, αλλά και ρίζες στον ουρανό, κατέληξε.
Ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής εθνομουσολογίας και μουσικολογικός επιμελητής της έκθεσης, αναφέρθηκε στον ρόλο και τη σημασία της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης ως κιβωτών μνήμης, που λειτούργησαν σαν «μήτρες μουσικής». Μέσα από την αφήγηση της Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγελικής Παπάζογλου προσέγγισε τις προσφυγικές μουσικές μνήμες, τον ρόλο του τραγουδιού στις «χαμένες πατρίδες» και τον μετασχηματισμό του στην Ελλάδα: εκεί αποτέλεσε κεντρικό κώδικα επικοινωνίας, ισχυρό συμβολικό κεφάλαιο για τη διατήρηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας και κινητήρια δύναμη για την ελευθερία.
Η Άννα Ενεπεκίδου, διευθύντρια υπηρεσιών του Ιδρύματος και συνεπιμελήτρια της έκθεσης, μίλησε για τη γοητευτική διαδρομή της προετοιμασίας, τη δημιουργική επαφή της επιστημονικής επιτροπής με φορείς, σωματεία, συλλέκτες και μελετητές.
Σημείωσε ότι η έκθεση, με τον πλούτο των τεκμηρίων της, επιδιώκει να αναδείξει το μεγαλειώδες αλλά και το καθημερινό, την καταστροφή αλλά και τη δημιουργία. Αναφέρθηκε στις φωτογραφίες, τις μαρτυρίες του ξεριζωμού, τη μουσική που μπορούμε να ακούσουμε από τα τάμπλετ, τα εκθέματα που αποτυπώνουν την ομορφιά της καθημερινότητας. Και, τέλος, ανέδειξε μικρές αλλά ουσιώδεις λεπτομέρειες, όπως τα κεραμικά πλακίδια που χρησιμοποιήθηκαν στην ανακαίνιση του κτηρίου της Βουλής (1929-1935), ενσωματώνοντας διακοσμητικά μοτίβα του προσφυγικού ελληνισμού.
Στα εγκαίνια παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, άνθρωποι των γραμμάτων και της επιστήμης, συλλέκτες, εκπρόσωποι προσφυγικών σωματείων, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, ανάμεσά τους, η υφυπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, ο υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος, ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Βασίλειος Πάππας.
Η έκθεση πραγματοποιείται στην εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής (Βασ. Σοφίας 11, ισόγειο· είσοδος από Σέκερη).
Διάρκεια έκθεσης: 30 Μαΐου 2022-30 Σεπτεμβρίου 2023.
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή: 9:00-16:00, Σάββατο: 10:00-15:00, Κυριακή και Δευτέρα: κλειστά.
Επιστημονική επιτροπή της έκθεσης: Διονύσης Σαββόπουλος (πρόεδρος), Νίκος Ανδριώτης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κυριάκος Χατζηκυριακίδης.
Μουσικολογική επιμέλεια: Λάμπρος Λιάβας.
Ακολουθεί η ομιλία του Προέδρου της Βουλής
Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων
κ. Κωνσταντίνου Τασούλα
στα εγκαίνια της έκθεσης
«ΣΗΚΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ»!… Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22
Εκθεσιακός χώρος Ιδρύματος της Βουλής
Δευτέρα, 30 Μαΐου 2022
Κυρίες και κύριοι,
Κύριε Συρίγο, Υφυπουργέ Παιδείας,
Κυρία Γκάγκα, Υφυπουργέ Υγείας,
Κύριε Σαββόπουλε, Πρόεδρε της Επιστημονικής Επιτροπής η οποία επιμελήθηκε αυτή την περίλαμπρη έκθεση,
Κύριε Γενικέ Γραμματεύ, του Ιδρύματος, κύριε Χατζηβασιλείου,
Αγαπητοί συνεργάτες στη Βουλή και στο Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία,
Εγκαινιάζουμε σήμερα μια έκθεση γεμάτη ήχους και μνήμες, και την εγκαινιάζουμε επ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως 100 ετών από το πιο σκληρό χτύπημα που δέχτηκε ποτέ ο Ελληνισμός, από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το οποίο ωστόσο χτύπημα δεν ήταν αρκετό, ευτυχώς, για να ισοπεδώσει και να καθηλώσει τον Ελληνισμό. Και μια και είμαστε σε μια έκθεση που έχει σχέση με μουσική, άρα με πολιτισμό, ο Ελληνισμός μετά απ’ αυτό το οδυνηρό χτύπημα, «ξαναμπαρκάρει με τα σπασμένα του κουπιά», όπως λέει στο «Μυθιστόρημα», το 1935, ο Σεφέρης, ξαναμπαρκάρησε ο Ελληνισμός με τα σπασμένα του κουπιά και στάθηκε όρθιος και πάλι μετά από αυτή την καταστροφή.
Είναι χρέος μας να ξαναθυμηθούμε, ιδίως της δικής μας γενιάς, μιας γενιάς που αναζήτησα να βρω ένα μοναδικό στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τις γενιές εκείνες οι οποίες μετείχαν στα γεγονότα εκείνα και τα οποία συνεχίστηκαν και μέχρι τη δεκαετία του ’40, με τους πολέμους της δεκαετίας του ’40. Η δική μας γενιά, κυρίες και κύριοι, έχει την έννοια του «μαζί», για το συμμαθητή, για το σύντροφο, για το συνοδοιπόρο, για το συνοδηγό, για το συνυπαίτιο.
Αλλά η δική μας η γενιά δεν έχει την έννοια του «μαζί» για μια συγκλονιστική ταύτιση: η δική μας η γενιά δεν έχει συμπολεμιστές!
Είμαστε η πρώτη γενιά Ελλήνων που δεν έχουμε συμπολεμιστές! Ό,τι έγινε πριν το 2000, χονδρικά, επηρεάστηκε από γενιές Ελλήνων οι οποίοι είχαν συμπολεμιστές.
Είναι ευλογία το ότι δεν έχουμε συμπολεμιστές, αλλά έχουμε όλα αυτά τα «συν» που σας είπα και αλλά πολλά. Αλλά είναι και ένα στοιχείο το οποίο λείπει και αξίζει να αναρωτηθούμε αν αυτό δεν έδωσε στις γενιές, μετά την Καταστροφή και μέχρι το 2000, έναν άλλο αέρα, ένα άλλο πείσμα, ένα άλλο χρέος που έχει να κάνει με το ότι εκείνες οι γενιές των συμπολεμιστών «ξαναμπάρκαραν με τα σπασμένα κουπιά» και στη θέση της Μεγάλης Ιδέας, της εδαφικής Μεγάλης Ιδέας, του πιο λαμπρού ονείρου του Ελληνισμού, έχτισαν ένα άλλο όνειρο, αλαμπές, όχι φωτοβόλο, αλαμπές, αλλά πολύ σημαντικό: το όνειρο της ανοικοδόμησης, της ανόρθωσης, της προκοπής, της νοικοκυροσύνης, το όνειρο να γίνει η Ελλάδα μια χώρα ισοπαλής ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς. Κάτι το οποίο περιγράφεται 200 χρόνια πριν, στη Διακήρυξη της Επιδαύρου.
Οι Έλληνες εκεί, 200 χρόνια πριν, είπαν σε ένα θεσμικό κείμενο τον καημό τους και οι Έλληνες μετά, αυτόν τον καημό, τον μετατρέπουν σιγά-σιγά σε πραγματικότητα: να ανακτήσουμε τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης στην ελευθερία, την ιδιοκτησία και την τιμή – τα οποία μας στερεί ο Οθωμανός δυνάστης. Αυτό περιέχεται μέσα στη Διακήρυξη της Επιδαύρου.
Η Βουλή των Ελλήνων, με το Ίδρυμα για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, μετέχει σε αυτή την απόδοση τιμής στη μνήμη μιας συγκλονιστικής επετείου. Και μετέχει μέσα από μια, θα έλεγα, πρωτότυπη σύλληψη η οποία, νομίζω, δεν έχει προηγούμενο, καθώς δεν ασχολείται με τα πολιτικά, τα στρατιωτικά, τα ιστορικά -καθεαυτό- γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Επικεντρώνεται σε μια άλλη διάσταση των συνεπειών της Μικρασιατικής καταστροφής: τη διάσταση του επηρεασμού του ελληνικού πολιτισμού, από την έλευση 1.300.000 προσφύγων, οι οποίοι έφεραν από τα επτά τοπία απ’ όπου προήλθαν, κυρίως, από τη Σμύρνη και την Ιωνία, μέχρι και την Ανατολική Ρωμυλία και τον Πόντο, τον πολιτισμό τους, τα ακούσματά τους, τον καημό τους. Και αυτός ο πολιτισμός μπολιάστηκε στον πολιτισμό των 4.500.000 Ελλήνων του εθνικού κορμού. Και όλοι μαζί, σιγά-σιγά έγιναν ένα, μέσα από δυσκολίες, μέσα από συγκρούσεις, μερικές φορές, αλλά μέσα και από μεγαλεία.
Για να κατανοήσουμε τι σήμαινε 1.300.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα τότε, το ανάλογο για τη Γαλλία, κυρίες και κύριοι, θα ήταν 13.000.000 και για τις Ηνωμένες Πολιτείες, 50.000.000. Και αυτά τα 1.300.000 ήρθαν περίπου μονομιάς. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του ’22 είχαν έρθει οι πρώτοι 200.000, κυρίως στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και του Πειραιώς, τέλη του ’22 οι 200.000 του Σεπτεμβρίου είχαν γίνει 900.000 και μέχρι το 1925 ήταν 1.300.000. Αν αφαιρέσεις και όσους έχασαν τη ζωή τους στις κακουχίες της μετακινήσεως, στις απίστευτες κακουχίες, στις αρρώστιες της μετακινήσεως, ο αριθμός είναι σαφώς μεγαλύτερος.
Το τραγούδι είναι για τον άνθρωπο ένας τρόπος να νιώθει ότι ελέγχει το περιβάλλον του, είναι μια ομολογία ελευθερίας. Όταν ο άνθρωπος στη νεότερη παλαιολιθική εποχή έκανε μία από τις σημαντικότερες επαναστάσεις στην ιστορία -την επανάσταση της ανακαλύψεως των λεπίδων- όταν δηλαδή, με ένα αιχμηρό όργανο, άρχισε να παραμερίζει το φόβο του και να επιβάλλεται στο περιβάλλον χάρη στο όπλο του, τότε συναντούμε για πρώτη φορά τον άνθρωπο να εφάπτεται της τέχνης.
Τότε ο άνθρωπος έχοντας αποκτήσει μια ασφάλεια σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον και νιώθοντας λιγότερη αγωνία μέσα στην απειλητική φύση, τότε άρχισε για πρώτη φορά να ζωγραφίζει, να φτιάχνει κοσμήματα, να κάνει τις πρώτες κινήσεις. Έτσι, η αγωνία έγινε τραγούδι, ο πόνος έγινε ποίημα, η κίνηση έγινε χορός. Πρωτόγονα και στοιχειώδη όλα αυτά άρχισαν όταν ο άνθρωπος μείωσε την αγωνία του και ένιωσε ότι σιγά-σιγά κυριαρχεί. Η μουσική λοιπόν και το τραγούδι είναι στοιχεία ελευθερίας.
Στοιχεία που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από κάθε άλλο πλάσμα και τον κάνουν να εξωτερικεύει ό,τι στοιβάζει μέσα του. Αυτό το απόθεμα της μουσικής δημιουργίας και του τραγουδιού μετέφεραν οι καθημαγμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα. Και η χώρα μπολιάστηκε απ’ αυτό, το αγάπησε, το ενέταξε στις τάξεις της, το λάτρεψε και μιμήθηκε πολλά από τα στοιχεία του.
Ο Φελίξ Σαρτιώ (Félix Sartiaux), σπουδαίος Γάλλος μηχανικός και αρχαιολόγος που έφερε στο φως την καταστροφή της Φώκαιας οκτώ χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, με εντολή του τότε Υπουργείου Καλών Τεχνών της Γαλλίας, έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές στην παλιά Φώκαια, λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σμύρνης. Εκεί έζησε το προανάκρουσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, μιας και οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου διήρκεσαν τουλάχιστον 9 έτη (ξεκίνησαν το ’13 με ’14 και ολοκληρώθηκαν το ’22). Αυτό το προανάκρουσμα του διωγμού και της καταστροφής το περιγράφει σε ένα κείμενό του τον Ιούνιο του 1914:
«Δεκαοχτώ χιλιάδες Έλληνες διώχθηκαν από τη Φώκαια και ήρθαν στην Ελλάδα το 1914, υπό συνθήκες πολύ ομοιάζουσες με εκείνες τις συνθήκες του ’22.
Ιούνιος του 1914: Σύντομα θα διακρίνουμε την ακτή της Λέσβου, τα όμορφα ειρηνικά χωριά της ανάμεσα στις ελιές χρυσίζουν στο φως του ήλιου που δύει. Μετά το ψέμα και την ωμή αυθαιρεσία που μας έπνιγε, νιώθω ένα ήρεμο και τερπνό αίσθημα λύτρωσης. Ξεφεύγω από τη μέγγενη ενός βάρβαρου κόσμου για να επιστρέψω στο φως και την ειρήνη του πολιτισμού. Η αντίθεση της Ελλάδας με την Ανατολή που παραμένει ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων. Ένα ελληνικό αντιτορπιλικό διασταυρώνεται μαζί μας. Βλέποντας τις σημαίες της Γαλλίας και του Ερυθρού Σταυρού, αξιωματικοί και ναύτες παρατάσσονται στη γέφυρα και χαιρετούν. Ο γερο-Τσιτίδης, ένας Φωκιανός που τον περιμαζέψαμε στη νέα Φώκαια, είναι ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Έχασε οικογένεια και παιδιά, περιουσία 10.000 λίρες, ό,τι κινητό και ακίνητο διέθετε, τραγουδάει. Η ραγισμένη και αδύναμη φωνή του ανακατεύεται με τον αχό των κυμάτων και τον ψίθυρο του ανέμου. Σπαράγματα στίχων φτάνουν στα αυτιά μου.
Είναι απόσπασμα από ελληνικό πατριωτικό τραγούδι: “Θα μας αξιώσει ο Θεός να δούμε τον Κωνσταντίνο να προσκυνήσει στην Αγια-Σοφιά”. Έπειτα ένας στίχος από ερωτικό τραγούδι: “Το δαχτυλίδι το φορώ κι εσένα συλλογιέμαι”.
Γλυκιοί ήχοι που ανεβαίνουν μέσα στην εσπερινή ηρεμία και σκεπάζουν τις ματωμένες αναμνήσεις. Η ηρωική και γαλήνια ψυχή των παλιών Ελλήνων ακόμη φωλιάζει μέσα τους και δίνει δύναμη σ’ αυτούς τους απελπισμένους».
Δύναμη σ’ αυτούς τους απελπισμένους έδινε η μουσική και το τραγούδι. Το ίδιο και αυτό που έγινε 8 χρόνια μετά. Και μιας και η σημερινή σύναξις αφορά ένα γεγονός πολιτισμού, δεν θα αναφερθώ κι εγώ σε ιστορικά ή πολιτικά γεγονότα σχετιζόμενα με την Μικρασιατική Καταστροφή. Θα πω ότι το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη είναι ένα ποιητικό σύνολο που γράφτηκε το 1935 και το οποίο περιγράφει, προσέξτε, σε 24 ποιήματα, (η Οδύσσεια είχε 24 ραψωδίες) και τη Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από παραλληλισμούς και αναφορές της Αργοναυτικής Εκστρατείας -η οποία έχει σχέση με την εκστρατεία- αλλά και της Οδύσσειας -η οποία έχει σχέση με την προσφυγιά.
Κι ένας άλλος σημαντικός πνευματικός άνθρωπος, ο Γ.Θεοτοκάς, νωρίτερα, στο «Ελεύθερο πνεύμα», το 1929, περιγράφει με καταπληκτικό τρόπο τη διαδοχή της εδαφικής Μεγάλης Ιδέας από αυτόν τον αλαμπή, όπως τον αποκάλεσα, στόχο, της οικοδόμησης μιας νοικοκυρεμένης και προχωρημένης χώρας.
Ας ακούσουμε αυτές τις περιγραφές μέσα από σελίδες πολιτισμού:
«Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια».
«Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια»: Είναι το νέο ξεκίνημα. Αυτός είναι ο Σεφέρης. Κι ο Θεοτοκάς, ο οποίος με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής γράφει το 1929, με πεζό τρόπο, αυτό που γράφει κι ο Σεφέρης, ότι «δεν τελειώναν τα ταξίδια»:
«Ήμασταν τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι, μέσα στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής, μετά το αίσχος του 1922. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό απ’ την Ελλάδα. Καμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή βέβαια είναι μια θαυμάσια στιγμή. Σε τέτοιες στιγμές, αν βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι, γίνονται κάποτε πολύ όμορφα πράγματα. Νεανικές δυνάμεις, αδέσποτες, χαμένες, περιπλανώνται στην ατμόσφαιρα χωρίς κόπο. Κανείς από τους νέους δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει, μα όλοι θέλουν με δύναμη.
Συντελείται τριγύρω μας, χωρίς καθορισμένο αντικείμενο, μια ένταση των νέων θελήσεων. Ένας λαός που έχει μέσα του μια ψυχή, όταν φτάσει στον τελευταίο βαθμό της απογοήτευσης, βρίσκει τη δύναμη να αντιδράσει εναντίον του εαυτού του. Αντιδρά ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση και καμία προετοιμασία. Μια ανόρθωση της ψυχής δεν είναι μια βαθμιαία εξέλιξη αλλά ένα απότομο ξύπνημα δυνάμεων που κοιμόνταν. Μια βίαιη επιστροφή από το μαρασμό στη ζωή. Μερικοί άνθρωποι, απρόσκλητοι και ανεπιθύμητοι, κόβουν όλους τους δεσμούς με το άρρωστο παρελθόν και τραβούν μπροστά∙ αρπάζουν τις αδέσποτες δυνάμεις, τους δίνουν συνείδηση του εαυτού τους, και τις ωθούν προς νέες κατευθύνσεις. Αρχίζει μια εποχή. Η Ελλάδα, η Νέα Ελλάδα είναι μια χώρα με ψυχή. Το έδειξε αντιδρώντας με δύναμη εναντίον του εαυτού της στις ώρες της μεγαλύτερης απελπισίας της, στην αρχή του 19ου αιώνα. Ενταφιασμένη και λησμονημένη δημιούργησε την Επανάσταση και κατατάχτηκε στους ανεξάρτητους λαούς. Στα τέλη του ίδιου αιώνα με ένα παρόμοιο ξέσπασμα αναποδογύρισε τον πνευματικό μεσαίωνα – ίσως χωρίς να το αισθάνεται κανείς, έρχεται τώρα πάλι η παλίρροια».
Αυτές είναι οι πνευματικές απεικονίσεις του ότι η χώρα μετά την καταστροφή δεν έμεινε καθηλωμένη στο έδαφος. Σηκώθηκε σιγά-σιγά και έπλασε το νέο μύθο της ζωής της. Κι αυτός ο μύθος πλάστηκε μέσα και από μουσικές, οι οποίες εκτόνωσαν τον καημό, έδειξαν έναν άλλο πολιτισμό και δημιούργησαν ένα καινούριο πολιτιστικό μείγμα στην Ελλάδα.
Αυτές οι φωνές που ήρθαν από την Ανατολή δεν ήταν παραίτηση ή σκέτος θρήνος. Ήταν η ανάγκη να μην ξεριζωθούμε συναισθηματικά -πρακτικά είχαμε ξεριζωθεί- και η ανάγκη να μεταφέρουμε εδώ ό,τι ευγενέστερο είχε η ψυχή μας. «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μέσ’ στα όνειρά μας ομιλούνε· κάποτε μέσ’ στην σκέψι τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των επιστρέφουν, ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας – σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει».
Που σβήνει; Τελικά, όχι. Αυτή η μακρινή μουσική δεν έσβησε. Ήρθε, κατέκτησε καρδιές και ψυχές, μεταλαμπαδεύτηκε και μας ακολουθεί. Και σήμερα, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, με την εξαιρετική επιστασία ενός μεγάλου δημιουργού, του Διονύση Σαββόπουλου, και όλων των μελών της Επιστημονικής Επιτροπής, αυτούς τους ήχους τους μακρινούς, που δεν σβήνουν, τους αναβιώνει. Μέσα σ’ αυτά τα λίγα τετραγωνικά, εδώ, στη Βασιλίσσης Σοφίας και Σέκερη, εδώ μέσα, θα ξαναζήσουμε αυτό που ήρθε, αυτό που μας γοήτευσε κι αυτό που σήμερα δεν πρέπει να ξεχάσουμε.
Η «Οδός ονείρων», αυτό το σπουδαίο κινηματογραφικό έργο, με τους στίχους του Μάνου Χατζιδάκι, έχει ένα συγκλονιστικό πρόλογο. Η «Οδός ονείρων» -όπως γράφει και ο σπουδαίος κατάλογος που κυκλοφορήσαμε για την έκθεσή μας- έγινε σε μία προσφυγική συνοικία, στου Φιλοπάππου κοντά. Εκεί ο Χατζιδάκις περιγράφει μια γειτονιά και λέει ότι τα παιδιά, οι γυναίκες, οι άντρες, οι δρόμοι, όλα, είναι «κάτω από έναν τρυφερό και αβάσταχτο ουρανό».
Αυτός ο τρυφερός και συνάμα αβάσταχτος ουρανός της Ελλάδος σήμερα μας σκέπει και πάλι. Και θα εξακολουθήσει να μας σκέπει και θα είναι ταυτόχρονα και τρυφερός και αβάσταχτος. Θα είναι τρυφερός, γιατί πρέπει να μείνουμε ενωμένοι και να έχουμε εμπιστοσύνη στο μέλλον μας. Και θα είναι αβάσταχτος, γιατί τα προβλήματα δεν τελειώνουν, οι δυσκολίες δεν λείπουν, οι προκλήσεις και οι αναμετρήσεις είναι μπροστά μας.
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν τη μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας τους. Και αυτή η καταστροφή δεν τους διέλυσε, αλλά έγινε το ξεκίνημα μιας νέας πορείας. Τα τραγούδια και οι μουσικές των προσφύγων θα μας θυμίζουν πάντα αυτό το ξεκίνημα, μελωδικά, τρυφερά και αβάσταχτα. Και σαν τον ουρανό που είναι από πάνω μας, θα τα κρατάμε πάντα μέσα στη μνήμη μας και στην ακοή μας, για να χαράζουμε το μέλλον μας, για να χαράζουμε το καθήκον μας, για να χαράζουμε την προκοπή μας, κόντρα στις δυσκολίες, κόντρα στις προκλήσεις των καιρών και κόντρα σε όλους τους απαισιόδοξους. Ο τρυφερός και αβάσταχτος ουρανός της Ελλάδος είναι όλος δικός μας, θα τον χαρούμε και θα τον δικαιώσουμε!
Θερμά συγχαρητήρια, κύριε Χατζηβασιλείου, σε σας και στους συνεργάτες σας, γι’ αυτή σας την καταπληκτική πρωτοβουλία!