Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου. Το δράμα που έζησε η Κάρπαθος σε ένα άλλο πόλεμο του Β’ ΠΠ το1943. Σελίδα 340

MANOΛΗΣ ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ

Oι αυλές αδειάσαν μαζί με τα λαβωμένα χαμόγελα τρέχοντας να βρεθούν κάτω από μουσάντρες και μέσα σε αποκρυάτους να γλιτώσουν.

Η μάνα τρέχει τελευταία.

Νύχτα και μέρα λυπημένη μην τυχόν έρθει ο θάνατος σε παιδί.

Αυτή μιλούσε με τον θάνατο.

Είχε πια καλή σχέση μαζί του. Έλα όποτε θες του έλεγε.

Πρώτα σε μένα. Μόνο σε μένα. Έχω πείρα από αγκαλιές. Θα σε ζεσταίνω με το χάδι ενός μωρού. Καλύτερα μαζί σου παρά μονάχη χωρίς παιδικές φωνές.

Ένας κόμπος στον λαιμό μου έρχεται πάντα με το σφύριγμα μιας οβίδας ενός αεροπλάνου.

Μιας καμπάνας που αργά το σήμαντρο χτυπά.

Δεμένες οι σκέψεις μου. Ποιος να τις λύσει;

Χάθηκαν τα χέρια της χαράς και του γέλιου. Κι’ αυτά θάνατο μυρίζουν.

Και εσύ δρόμε της ζωής, χάσου από τα μάτια μου.

Στενός και κοντός ήσουν πάντα τα χρόνια της κατοχής από το 1912.

Τσιγκούνης στο μέτρο να αφαιρέσεις λίγο από το πόνο μου. Και εσύ χρόνε που δεν βάζεις εμπόδια.

Αρνείσαι τις φωνές μου που αδύναμες από την πείνα αθόρυβα φτάνουν στ’ αυτιά σου.

Ξέρω χρόνε τι περιμένεις. Να τελειώσει ο πόλεμος όσο αργά γίνεται για να είσαι παρόν μετρώντας τα πάθη μου.

Και όταν τελειώσεις, θα βρεθείς στην σιωπή σου.

Γιατί δεν θα υπάρχουμε για να σου ζητάμε μια μέρα ζωής ακόμα.

Δάνεισε μου τουλάχιστον λίγη παράταση.

Όχι τίποτα να μετρήσω τους παρόντες. Έγινα κλέφτρα του ψωμιού. Η φτώχια δύσκολα έφτανε στο αλεύρι.

Γι’ αυτό εξαργύρωσα έξη χρυσές λύρες της γιαγιάς μου. Δύο κιλά που να φτάσουν...

Κι’ εκείνο το χωράφι. Δεν είχα δύναμη να το σύρω ως τον μπακάλη. Το χέρι της πείνας με τραβούσε κατά κει. Μα στα αυλάκια είχα φυτεμένα.

Ύστερα δυο πολεμικά καράβια ξεφόρτωσαν ” ΕΙΡΗΝΗ”.

Αλλά ο πόλεμος κρατούσε ακόμα. Ερχόταν δια θαλάσσης και ξερνούσε νάρκες.

Όποιος γλίτωνε από τις νάρκες, έκανε πάσα τον θάνατο στους ψαράδες.

Να μην χαθεί ο θρήνος. Κι’ όταν χορτάσεις θάνατε, πάντα υπάρχει τρόπος να χάσεις τα κιλά σου. Ένας πόλεμος στο μενού σου. Δεν λείπουν οι άνθρωποι chef να σου τον προτείνουν.

Σε βλέπω τώρα πεινασμένο από την χόρταση να κοιτάς τον ουρανό.

Με μια ματιά ταχυδρόμησες ένα μήνυμα. ”Αφήνω τον Θεό να μετρήσει τις απώλειες”.

ΜΑΝΟΛΗΣ Κ. ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ