Ήρεμο και γαλήνιο ήταν εκείνο το απόβραδο στο Απέρι, στις 9 του Φλεβάρη του 48 και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε και θα άλλαζε τη ζωή και την καθημερινότητα.
Ξημέρωνε η γιορτή του προστάτη και πολιούχου του χωριού Αγίου Χαραλάμπους και η εκκλησιά του μοσχοβολούσε θυμίαμα και λιβάνι.
Ζωσμένη με νήματα (*) και μυρτιές για να διώχνει μακριά ο Άγιος τους θανατηφόρους λιμούς και τις αρρώστιες που μάστιζαν τον τόπο.
Πολλά και θαυμαστά ήταν τα θαύματα του Αγίου, που από γενιά σε γενιά έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας.
Κουρασμένη από τις ετοιμασίες η γιαγιά κάθισε κοντά στο τζάκι και ήσυχη πια απολάμβανε τη ζεστασιά και τη θαλπωρή του σπιτιού της.
Βρέθηκε σε άλλους καιρούς και με άλλους ανθρώπους που τη συντρόφευσαν στη ζωή και ταξίδεψε μαζί τους στις ιστορίες, στους θρύλους και στα παραμύθια τους.
Ένα περίεργο τρίξιμο την επανέφερε στην πραγματικότητα. “Σεισμός” προσπάθησε να πει αλλά δεν πρόφτασε.
Ένας βρυχηθμός σαν άγριου προϊστορικού ζώου ακούστηκε να βγαίνει από τα σωθικά της γης. Ένας υποχθόνιος κρότος την ταρακούνησε, η γη άρχισε να τραντάζεται και όλα ήρθαν τα πάνω κάτω.
Πόρτες και παράθυρα έτριζαν ανατριχιαστικά, οι τοίχοι άνοιγαν, κεραμίδια έπεφταν και μεγάλες κοτρώνες κατρακυλούσαν από το Κάστρο.
Μέσα στο χαλασμό η καμπάνα της εκκλησιάς έξαφνα άρχισε να χτυπά ανεξέλεγκτα, σαν να ήχησαν οι σάλπιγγες της Αποκάλυψης.
Όταν σταμάτησε το κακό, μια σιωπή γεμάτη ένταση σκέπασε σαν σεντόνι τον τόπο και τα απομεινάρια του. Δέος και τρόμος απερίγραπτος, ψυχές αδύναμες μέσα στην παραζάλη έστεκαν αλαλιασμένες, ενώ η σκόνη που απλώθηκε έφερνε μέσα στα σπίτια την απελπισία και την απόγνωση.
Τρομαγμένες φωνές πλημμύρισαν τους δρόμους και λίγο λίγο άρχισαν να μετρούν τις πληγές τους.
Ο Εγκέλαδος χτύπησε με θυμό και αγριότητα την ωραία συνοικία της Βαλαντούς, που τώρα έδειχνε έρημη και εγκαταλελειμένη.
Βαριά πληγωμένη η εκκλησιά, γερμένο το παλιό καμπαναριό, ρημαγμένα ακατοίκητα σπίτια κι άνθρωποι να τρέχουν προς τη δημοσιά ψάχνοντας απελπισμένοι για ένα καταφύγιο.
Γύρισε προς τα πίσω η Μαρία, αλαφιασμένη και άρπαξε με λαχτάρα το μωρό της που μέσα στον πανικό της το άφησε ολομόναχο στην κούνια του.
Συντρίμμια έγινε το ιστορικό κτήριο στα “Συμβούλια” στον Μορροού, εκεί που στέγαζαν δικαστήρια και συνελεύσεις και τώρα στα ερείπια του ήταν θαμμένοι θρύλοι και ιστορίες αιώνων.
Φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν για καταστροφές, για την θάλασσα που έδειξε τον σκοτεινό βυθό της, ψάρια που βγήκαν στη στεριά και κύμα τρανό που σκέπασε δρόμους και σπίτια.
Φόβος βαθύς, αθέατος, γιατί στη φρίκη όπως και στα μεγάλα θαύματα ο άνθρωπος μένει άφωνος και απροστάτευτος.
Αξημέρωτη ήταν εκείνη η νύχτα, με τη γη να τρέμει και ανίκανοι όλοι να συλλάβουν το μέγεθος της καταστροφής.
Μέσα στο σύθαμπο της αυγής, η φιγούρα της γιαγιάς έμενε μαρμαρωμένη να κοιτάζει τα απομεινάρια της εκκλησιάς της, του Άη Γιώργη, που ο σεισμός ισοπέδωσε. Ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών της έγινε χείμαρρος ξεπλένοντας τους φόβους και τις αγωνίες του νησιού της.
Λένε πως ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές κι’ όλα τα καλύπτει η σκόνη της λησμονιάς.
Σήμερα, αναμοχλεύοντας το παρελθόν, διαπιστώνουμε πως τούτος ο κόσμος, παρ’ όλη την πρόοδο και τα άλματα που έχουν γίνει, παραμένει ανίσχυρος και βιώνει τους ίδιους φόβους και ανασφάλειες μπροστά στις φυσικές καταστροφές και τις θεομηνίες.
(*) Πίστευαν τα χρόνια εκείνα ότι ζώνοντας την εκκλησιά του Αγίου Χαραλάμπους με νήματα, ο Άγιος θα έδιωχνε μακριά τις αρρώστιες και τα δεινά της εποχής.