Γιώργος Ν. Κανάκης
Κωσταντής:
έμμετρες θεατρικές αναφορές από την παραδοσιακή ζωή της Ολύμπου Καρπάθου, στο τοπικό ιδίωμα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΝΑΚΗΣ

Ένα ποιητικό έργο, ένα βιβλίο που στις 388 σελίδες του και στους 5.700 ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του, εξιστορεί τον κύκλο της ζωής ενός Ολυμπίτη-Καρπάθιου στις αρχές του 20 αι.

     

Μια έκδοση της Αδελφότητας Ολυμπιτών Καρπάθου

«Η ΔΗΜΗΤΡΑ». Βιβλίο μεγάλου μεγέθους 17×24 εκ., με σκληρόδετο και με μαλακό εξώφυλλο.

Ένα βιβλίο ιδιαίτερα προσεγμένο και στολισμένο με υπέροχα ζωγραφικά έργα του εικαστικού, Γιάννη Β. Χατζηβασίλη.

Στο βιβλίο υπάρχουν ως υποσημειώσεις, σε κάθε σελίδα, οι «άγνωστες λέξεις», αλλά και σε εκτενέστατο γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου.

       Στο Προλογικό του σημείωμα ο αείμνηστος Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Κωνσταντίνος Μηνάς, γράφει: «Θέλω να συγχαρώ θερμά τον συγγραφέα-ποιητή που ασφαλώς κατέβαλε πολύν κόπο για να γράψει με επιμέλεια το κείμενο αυτό, εξαίρετο από άποψη περιεχομένου, λόγου, μέτρου, ομοιοκαταληξίας». 

Και ο κ. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. και Επίτιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, στα Επιλεγόμενα του βιβλίου, γράφει: «Πρόκειται για ένα έργο που συγκροτείται από πέντε μέρη και αναφέρεται στον κύκλο της ζωής ενός Ολυμπίτη, που μεγάλωσε με τις αρχές και τις αξίες της κλειστής κοινωνίας του χωριού του, στα μέσα του 20. αι. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε έμμετρη ηθογραφία. Όλο το έργο το διατρέχει η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο. Και τα πέντε μέρη εξελίσσονται γύρω από τις διαχρονικές αξίες που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των ετών από τους άγραφους νόμους και το εθιμικό δίκαιο».

Ο πρόεδρος της Αδελφότητας «Η ΔΗΜΗΤΡΑ», κ. Γιώργος Ν. Διακογεωργίου, στον πρόλογο του υπογραμμίζει: «Ευχόμαστε και πιστεύουμε ότι ο «Κωσταντής» θ αποτελέσει ένα διαχρονικό ποιητικό σύγγραμμα, δείγμα της αστείρευτης Ολυμπίτικης Λογοτεχνίας που συνεχώς εμπλουτίζεται από έργα απαράμιλλης αξίας όπως το συγκεκριμένο. Το δέντρο της παράδοσης της Ολύμπου το ποτίζουν και το μπολιάζουν αγνοί και ταλαντούχοι άνθρωποι σαν τον Γιώργο Ν. Κανάκη, που δεν ξεχνούν τις ρίζες τους, εμπνέονται από το κακοτράχαλο ανάγλυφο της περιοχής μας και τιμούν με τον καλύτερο τρόπο σε κάθε έκφανση της καθημερινής τους ζωής την καταγωγή τους.»

Ο συγγραφέας-ποιητής στον πρόλογο του, γράφει: «Αποφάσισα να γράψω τον κύκλο της ζωής ενός Ολυμπίτη. Προσπάθησα να είναι ένα έργο με τοπικό αλλά και οικουμενικό ενδιαφέρον. Να το διατρέχουν οι αξίες της εποχής του, αλλά και διαχρονικές αξίες της ζωής».

Και στο έμμετρο εισαγωγικό του σημείωμα, γράφει:

Επήρα βέρgες τρυφερές κ’ αθθούς ξεδιαλεγμένους,

απού ’χα μέσα στηκ καρdιάπ ’πό χρόνια φυλαμένους,

σύγ-γεσα λόγια απού ’κουα οι πλια παλιοί κ’ ελέα,

κ’ ήρκουττοκ και ξανάρκουττο στου νου μου την ωφλέα

και μου ’φηούττον εποχές του τόπου περασμένες,                 

με εμιλίαπ παλαιήμ, με λέξεις ξεχασμένες,

’πό τοπ πατέρα στον υιόν, ως στο φυτόν απ’ το χώμα,

στόμα σε στόμα ήρτασικ και στο ’ικόμ μου στόμα.

Τούτά ’ναιμ μοσκολούλουα π’ ωριόμορφοπ περβόλι

κ’ ας έμπουν να μυρίσουσικ και να τρυήσουν όλοι.

Μνοιάντζουδ διαμάντια ατίμητα ακρϊοφυλαμένα,

που λαμπυρίντζουν όμορφα ξέχωρα το καθένα,

και στις καρdιές απλώννουτται ωσάτ τις ηλιαχτίνες,

σ’ όσους ποθούκ και γνοιάντζουτται γιά χαίρουτται μ’ εκείνες,

βρίσκουν αάπην άξια και με του νουτ τηγ γέννα,

πλέκουτται πάντα στητ σειρά σωστά συτταιριασμένα.                            

Θε’ μου, με πόσημ μαστοριά ξετέλεψες τη πλάση

και το καλόμ με το κακότ τα έχεις σϊομοιριάσει!

Βgαίννει ο ήλιος το πρωίτ, την νύχτατ το φεγγάρι

και μας μαθαίνει γράμματα, της γης τ’ αλφαβητάρι.

Κλείνοντας τα Επιλεγόμενα ο Καθηγητής, κ. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, γράφει:«Συμπερασματικά θα έλεγα, ότι ο κ. Γιώργος Ν. Κανάκης συνέθεσε το έργο αυτό, το οποίο εμπνεύστηκε από τη (διαχρονική) παραδοσιακή ζωή της γενέτειράς του, Ολύμπου Καρπάθου, η οποία, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που εντυπωσιάζουν Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Γι’ αυτό, και από τη θέση αυτή, τον συγχαίρω για το σημαντικό (και επίπονο) αυτό έργο και του αποδίδω τον δημόσιο έπαινό μου.

Η Όλυμπος και πάλι «μπροστάρισσα» στα λαογραφικά της Καρπάθου!»

Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα μας στο εξαιρετικό αυτό έργο του αγαπητού μας συμπατριώτη, θέλουμε να του ευχηθούμε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του, και στον ίδιο, να έχει υγεία για να μας προσφέρει και άλλα τόσο σημαντικά έργα. Θα κλείσουμε με ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο.

Κωσταντής

«Ξάπλωσε πες, φάε και πιες και τις βουλειές παράτα,

κυνήα, άμμα σου ’ολεί, και τηπ παιγνϊομμάτα».                            

Μου ’λεεν ένας (γ)εροντής απού ’ν’ αποθαμμένος,

«’σάφ φύεις ’πό τούτοτ τοτ τουνιάμ, μηφ φύεις κουριασμένος,

γιατί το χώμα που πατείς να μπειτ σε περιμένει,

μέσα του, κ’ έχει αγκαλιά για ’σέναν αννοιμένη».

Απάνω στημ μαγκούρατ του ήερνεκ και μου ’μίλει                   

κ’ είχε στα στήθη του φωκιά, φαρμάκιν εις τα χείλη.

Τα χέρια του, ασάλευτα κ’ εκράει το ’νατ τ’ άλλο,

τα λόγια του εβgάλλασιπ παράπονομ μεάλο.

«Τούτοτ τοκ κόσμοτ τογ γελά, τοκ Κόσμοτ τον Απάνω,

ν’ αποχορτάσω ήθελα, πριπ πέσω κ’ αποθάνω».                         

Τα μμάκια του τα ουρανιά, ουρανοθολωμένα,

μνια ξάννοιετ το πέλαος, μνια ξάννοιεν εμένα.

Στο σκϊοέντριν  εκάετοκ και ξάννοιετ τη πλάση

και μέσα του επάλευgεν να την αποχορτάσει

κ’ ήτον η παραπόνεση κ’ η κούριαση μεάλη,                              

για λίον εβουαίνετοκ κ’ εξαναμίλει πάλι.

-«Όλη η ντζωή μου πέρασεχ, χίλιες βουλειές να κάμνω,

τίποτε ’εν εχάρηκα στοκ Κόσμοτ τον Απάνω,

τα χρόνια επεράσασιτ, της νιότης η αθέρα

και τίποτε ’εκ καρτερώ μόνον να φύω… πέρα,                                                             

να πάω που μ’ ανεμένουσιτ τα παπποονικά  μου,

μου ’ρκεται παραγγελλωτά μες στα ορόματά μου.

Παίρει τα ο παντέρημος ο χρόνος και χαλά τα

και κάεσαι και πεθυμάς τα πρωτινά σου νιάτα.

Τοκ κύκλοκ κάμν’ η ντζωή κ’ ο κύκλοτ ’σάγ γυρίσει,                    

ένατ σωστόμ μηδενικό μνοιάντζει τ’ αθρώπου η ντζήσει.

Ώστα να πεις ξημέρωσεν, να κάμω βιος, χαΐρι

’ποκάβgει ο ήλιος χάνεται, ’ποκάμνει το παν(η)ύρι.

[…]

Ένα φεγγάριν είμεθθαν απού στηγ γέμωσή του,                         

ό,τι προλάβ’ ο πασαείς και ντζήσει στη ντζωήτ του».                   

Ήλεεκ και ξανάλεεν ο (γ)εροντής εκείνος,                                

-«’ική μας είναιν η ντζωή, γιά άλλου μάφε, τίνος;                     

και βίει τηκ, και παίρει τηκ, κ’ αθθιολή απομένει.

Στω ντζωντανώτ τα στόματα, ντζηούν οι αποθαμμένοι».