Σαν καρυδότσουφλο που το παρασέρνουν τα άγρια κύματα παρομοίαζε τη ζωή του ο Δημητρός ο παπλωματάς.

Στην ανατολή γεννήθηκε. Σ’ αυτήν την πατρίδα μεγάλωσε και ανδρώθηκε, απ΄αυτήν τη γη άντλησε τη δύναμη και την πίστη του, αυτά τα χώματα αγάπησε και πόνεσε και με αυτά δέθηκαν άρρηκτα το κορμί και η ψυχή του.

O Δημητρός ο παπλωματάς!

Όμως, άγρια γεγονότα, σαν αφρισμένος ποταμός, τον παίρνουν και τον φέρνουν πρόσφυγα στην Ελλάδα.

Η αλυσίδα της ζωής του σπάζει και πολλοί κρίκοι της σκορπίζουν στα απύθμενα βάθη της ψυχής του.

Στην Κάρπαθο ρίζωσε, δημιούργησε αξιόλογη οικογένεια και με την τέχνη του παπλωματά, που άριστα γνώριζε, διάβηκε τα δύσβατα μονοπάτια της προσφυγιάς.

Ένα ταξίδι ψυχής από την Ανατολή ως την άκρη του Αιγαίου, μια ωδή στη θέληση και τη δύναμη του ανθρώπου κόντρα στη μοίρα και τους καιρούς.

«Αν πέσεις καταγής – συνήθιζε να λέει – σηκώσου ξανά και αν τα φτερά σου είναι σπασμένα πέταξε με ό,τι σου απέμεινε και μια καινούργια μέρα θα ξημερώσει», πιστεύοντας πως κάθε φουρτούνα στη ζωή μπορεί να γίνει φάρος και να σημάνει ένα νέο, ωραίο ξεκίνημα.

Ανάμεσα σε Απέρι και Βωλάδα σήκωνε το τόξο και τα σύνεργα της δουλειάς του, σα να κρατούσε εξαπτέρυγα, και έφτιαχνε αριστουργήματα πάνω σε ατλάζια και βελούδα, που ακόμη και σήμερα στολίζουν τους σοφάδες σε πολλά καρπάθικα σπίτια.

Πρωταγωνιστούσε στο παλιό, ωραίο έθιμο «Τα ξάσματα» και συνήθιζε να μουρμουρίζει με κέφι και μπρίο μια τρικάντουνη μαντινάδα που κάποιος κάποτε τραγούδησε:

«Καλά να του το ξάνετε το στρώμα του αξα(δ)έρφου γιατί είναι λεβεντόπαιδο και άνθρωπος του κόσμου».

Αχνά θυμάμαι την εικόνα του, το αγέρωχο ύφος, το σκοτεινό του βλέμμα, τα σμιχτά του φρύδια και την παράξενη λαλιά του. Ζητούσε καφεδάκι απ΄ τη γιαγιά μου που του το έψηνε στη θράκα και ηδονικά απολάμβανε τον καπνό απ΄ το περίεργο τσιμπούκι του.

«Έλα γιαβρί μ’ να σε πω τα πάθια μου» με καλούσε σιμά του και ακουμπούσε επάνω μου τις αναμνήσεις του που τις κατέγραφα στον σκληρό δίσκο της καρδιάς μου μην τυχόν και τις ξεχάσω.

Με τη σκέψη ανεμπόδιστη γύριζε πίσω σε στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, αλλά και σε κατατρεγμούς, σφαγές και τραγικές πορείες θανάτου.

Τον πονούσαν τα άγρια γεγονότα του ξεριζωμού του που δεν τιμούν αυτούς που τα έκαναν, αλλά ούτε και τους άλλους, τους «πολιτισμένους» που τα ανέχθηκαν.

«Δεν κατάφεραν να μας αφανίσουν», υποστήριζε, «γιατί οι αναμνήσεις, τα τραγούδια και οι ντοπιολαλιές μας θα κρατήσουν ζωντανές τις παλιές μας πατρίδες».

Ο Δημητρός ο παπλωματάς τερμάτισε την επίγεια διαδρομή του αφήνοντας πίσω το στίγμα του, αλλά χωρίς να ευοδωθεί το μεγάλο όνειρο της επιστροφής στα πατρογονικά του.

Γλυκιά και πικρή, φωτιά και πάγος ήταν όλη η ζωή του παπλωματά.

Τα “ξάσματα” είναι παλιό έθιμο ετοιμασίας του στρώματος και του παπλώματος του γαμπρού σε μια γιορτή χαράς.

Η τρικάντουνη μαντινάδα τραγουδήθηκε στα “ξάσματα”  του φαρμακοποιού Γεωργίου Μ. Λαμπρινού, περίπου το 1935.

ANNA ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ