Φιλολογικό Μνημόσυνο στο Απέρι Καρπάθου
Γεωργίου Λ.Χιωτάκη 12 Αυγούστου 2015
Η ομιλία του Κώστα Ε. Σκανδαλίδη
“Ο Γιώργος Χιωτάκης, όπως τον γνώρισα και γιατί τον εκτίμησα”
Θεωρώ τιμή, που σήμερα μιλώντας για τον Γιώργο Χιωτάκη εδώ στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Απέρι, είναι η τέταρτη φορά που το πράττω.
1η τον Ιούλιο του 2002 με το βιβλίο του Η δολοφονία ενός αγωνιστή, γραμμένο για τον επιστήθιο φίλο του και αγωνιστή της δημοκρατίας Νικηφόρο Μανδηλαρά, που δολοφονήθηκε στη Ρόδο τον Μάη του ’67,
2η τον Αύγουστο του 2006 εδώ στο Απέρι και πάλι με το ποιητικό του έργο ολόκληρο,
3η τον Ιούνιο του 2008 στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ρόδου με την ευκαιρία της απονομής του χρυσού μεταλλίου της πόλης για το έργο και την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα και τα κοινά της πατρίδας, και
4η, σήμερα εδώ στον ίδιο χώρο, στο Απέρι, όπου είπα να μιλήσω ξανά για τον Γιώργο Χιωτάκη, αυτή τη φορά για το πώς τον γνώρισα και γιατί τον εκτίμησα. Και θα μιλώ για τον Γιώργο όσες φορές κι αν μου ζητηθεί, όχι γιατί κανείς έχει τόσα πολλά να πει για τη ζωή και το έργο του, τόσο το πολιτικό και το επιστημονικό όσο και το πνευματικό και το κοινωνικό, αλλά γιατί ο Γιώργος Χιωτάκης υπήρξε ένας δάσκαλος ήθους, νηφαλιότητας, καλοσύνης και ανθρωπιάς για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε.
Προσωπικά, τον εκτίμησα και τον αγάπησα γιατί στο δικό μου το μυαλό, ο ανθρώπινος βίος του και η πολιτική του στάση εξέπεμπαν αρετές και μόνον αρετές. Η προσωπικότητά του είχε μιαν εκπληκτική λειτουργία και έναν όμορφο τρόπο για να σε προσελκύει. Και το κατάφερνε από την πρώτη κιόλας επαφή με τους ανθρώπους.
Στη φαρέτρα του,
-όπλο πρώτο, το χαμόγελο,
για να ακολουθήσουν,
-η ευγένεια,
-η καλοσύνη,
-η υπομονή,
-η νηφαλιότητα,
-η ντομπροσύνη,
-η διαλεκτική,
-η αγωνιστικότητα,
-η πίστη του στα δημοκρατικά ιδεώδη και την ελευθερία,
-η ανθρωπιά του απέναντι στους ανήμπορους και τους ενδεείς.
Τον πρωτογνώρισα, όταν θαύμασα την παλικαροσύνη του στην υπόθεση της δολοφονίας του Νικηφόρου Μανδηλαρά. Δύσκολα χρόνια κι επικίνδυνα για τη δημοκρατία την ίδια, αλλά και για την ατομική σου ακεραιότητα και την ελευθερία. Υπηρετούσα τότε θυμάμαι ως έφεδρος ανθυπολοχαγός σε μια μονάδα της Ρόδου, στον Καλαμώνα. Είχα μόλις δυο μήνες στο Τάγμα από τη Σχολή, όταν μας δόθηκε η εντολή από τον τότε ανώτερο διοικητή της 95 ΑΔΤΕΑ:
«όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό».
Στο Τάγμα μου έγινε η επιλογή από το Α2 Γραφείο της μονάδας μεταξύ εθνικοφρόνων και μιασμάτων, για να σταλεί μια ολόκληρη διμοιρία στην περιοχή της Λάρδου-Γενναδίου, προκειμένου να εντοπισθεί ο καταζητούμενος Μανδηλαράς. Δοξάζω μέχρι σήμερα τον Θεό, γιατί έμεινα εκτός αποστολής. Ο Νικηφόρος βέβαια, εκτελέστηκε. Ο Γιώργος Χιωτάκης ήταν ένας από τους δακτυλοδεικτούμενους του καθεστώτος που πρωταγωνίστησε από την ώρα που μαθεύτηκε το γεγονός.
22 Μαΐου 1967. Ο Γιώργος Χιωτάκης μαζί με τον Γρηγόρη Κασσιμάτη, τον Αχιλλέα Αποστόλου και τον Νίκο Σιδερή, θείο του Νικηφόρου, θα βρεθούν από τους πρώτους στο νεκροθάλαμο του Γενικού Νοσοκομείου της Ρόδου, όπου και θα αντικρύσουν το αδικοσκοτωμένο κορμί του. Την επόμενη μέρα, η Χούντα με το αιτιολογικό της μη διατάραξης της έννομης τάξης και δίκην στρατιωτικής επιχείρησης νωρίς το απόγευμα θα επιτρέψει την κηδεία του στο παλιό νεκροταφείο της Ρόδου, παρουσία της γυναίκας του Άσπας, του Γιώργου Χιωτάκη, της γυναίκας του Άννας, της αδερφής του Πόπης Σκευοφύλακα και μερικών άλλων, όντως γενναίων, που δεν εξαντλούσαν τα δάκτυλα του ενός χεριού!
Μια μόνον απαραίτητη επισήμανση: μόνον όσοι βίωσαν τα επτά χρόνια της Χούντας μπορούν να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν τη γενναιότητα που χρειαζόταν για να παραστείς στην κηδεία του δολοφονημένου Μανδηλαρά. Να σημειώσουμε πως οι άνδρες της Ασφάλειας που παρακολούθησαν την εξόδιο ακολουθία ήσαν ασύγκριτα περισσότεροι από τους τολμηρούς εκείνους πολίτες που είχαν το θάρρος να αποτίσουν φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Μανδηλαρά.
Θυμόταν ο ίδιος ο Γιώργος Χιωτάκης και μας έλεγε πολλές φορές, πως καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ένα άσπρο πεζώ της Ασφάλειας τον παρακολουθούσε όσες φορές η Άσπα Μανδηλαρά χρειάσθηκε να έλθει στη Ρόδο είτε για τα μνημόσυνα και τα τρισάγια στο νεκροταφείο του Αγίου Δημητρίου είτε στις δίκες που ακολούθησαν με κατηγορούμενο τον καπετάνιο του πλοίου που τον μετέφερε Πέτρο Πόταγα. Μας διηγόταν μάλιστα το τι τους έλεγε ο εφημέριος του Αγίου Δημητρίου, ο Παπα-Σάββας, για την ανάκριση που ακολουθούσε από τους χωροφύλακες της Ασφάλειας, κάθε φορά που εκείνος και η Άσπα επισκεπτόταν το μνήμα του Νικηφόρου: «Κουβέντιαζαν για τον Ανδρέα; Τι σού είπαν;»
Θέλω να σας πω εδώ, πως αξίζει πραγματικά τον κόπο να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Γιώργου Χιωτάκη με τον τίτλο «Νικηφόρος Μανδηλαράς. Η δολοφονία ενός αγωνιστή». Είναι μια αφήγηση όντως αποκαλυπτική, γεμάτη αγάπη για τον Νικηφόρο, μια ιστόρηση πλήρους αγανάκτησης για τους πρωταίτιους και δολοφόνους, γι’ αυτούς που εγκλημάτησαν σε βάρος της πατρίδας. Πρόκειται για μια καταγραφή πραγματικών γεγονότων που στον πυρήνα τους περιέχουν την οργή και τον πόνο για τον άδικο χαμό του φίλου, με ρυθμό ασθμαίνοντα και γλώσσα απλή, κατανοητή και ανθρώπινη.
Αλλά ο θαυμασμός μου για τον Γιώργο Χιωτάκη και την γενναιότητά του, δεν εξαντλείται στο περιστατικό της δολοφονίας Μανδηλαρά και μόνο. Ένα μήνα πιο πριν, στις 21 Απριλίου 1967 έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και η πατρίδα αλυσοδέθηκε από μια δράκα παράφρονων και επίορκων στρατιωτικών. Στη Ρόδο, πρωί-πρωί της ίδιας μέρας, κι ενώ ηχούν στρατιωτικά εμβατήρια στο κρατικό ραδιόφωνο, ο Γιώργος Χιωτάκης θα επισκεφθεί στο γραφείο του τον εισαγγελέα πρωτοδικών Αλέξανδρο Φλώρο για να του ζητήσει να παραιτηθούν άμεσα όλοι οι Έλληνες δικαστές και να κηρύξουν απεργία όλοι οι δικηγόροι, οι εργάτες, οι έμποροι, οι υπάλληλοι, προκειμένου να δηλώσουν την αντίθεσή τους στο δικτατορικό καθεστώς! Όταν εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Φλώρου, θα τολμήσει να του πει: «Αν νομίζεις ότι σε μια δικτατορία θα μπορείς να λειτουργήσεις, είσαι γελασμένος! Σαν λεμονόκουπα θα σε στύψουν και θα σε πετάξουν»!
Αλλά ο Γιώργος Χιωτάκης δεν θα σταματήσει εκεί. Θα κατευθυνθεί απελπισμένος και συνάμα πεισματωμένος και οργισμένος στην Παλιά Πόλη για να περάσει πόρτα-πόρτα όλα τα καταστήματα, προκειμένου να πείσει τους καταστηματάρχες να τα κλείσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κήρυξη της δικτατορίας. Συνελήφθη στο κατάστημα του Θεόδωρου Τσιμπιδάκη στην οδό Σωκράτους, για να ξεκινήσει στη συνέχεια μια σειρά διώξεων, όπως η συνεχής παρακολούθηση, η αφαίρεση του διαβατηρίου του, η απαγόρευση εξόδου από την χώρα, αλλά και η απόλυσή του ως νομικού συμβούλου από όσες θέσεις υπηρετούσε.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1974 θα ιδρυθεί το ΠΑΣΟΚ, το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Γρ. Λαμπράκη είναι ο τόπος όπου θα δημιουργηθεί η πρώτη ομάδα πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ και θα υπογραφεί η σχετική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη από 29 άτομα.
Όλες αυτές οι γενναίες για μένα πράξεις δημιούργησαν την επιθυμία μου να γνωριστούμε και από κοντά, όπως και έγινε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της μεταπολίτευσης. Αναπτύχθηκε μια ανθρώπινη σχέση μοναδική και μια φιλία που μου δίδαξε πράματα -όπως συνήθιζε να λέει ο αγαπημένος του ανεψιός ο επί δωδεκαετία δήμαρχος της Ρόδου Γιώργος Γιαννόπουλος, όταν απευθυνόταν στο ροδιακό λαό. «Έχουμε να κάνουμε πράματα…». Γι’ αυτά, λοιπόν, τα πράματα, ήρθα σήμερα να σας μιλήσω και τα οποία κράτησα στη ζωή μου ως παρακαταθήκες.
Τον Γιώργο Χιωτάκη δεν τον εκτίμησα και δεν τον αγάπησα μόνον από αυτές τις γενναίες πράξεις του -γιατί ήθελαν παλικαροσύνη και τσαγανό εκείνες τις εποχές, όπου η ελευθερία και η δημοκρατία ήταν λέξεις ανύπαρκτες-, αλλά γιατί στη σκέψη τη δική μου υπήρξε ένας πολιτικός άνδρας κι ένας συνετός πολίτης -με την αριστοτελική έννοια του όρου.
Πέραν της πολιτικής, υπήρξε άνθρωπος, φίλος, ευπατρίδης, κοινωνικά ευαίσθητος, θερμός υπηρέτης της νομικής επιστήμης, μαχητής της ζωής, διορατικός και οραματιστής, ιδεολόγος αγνός και ένθερμος θιασώτης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ζωή του όλη, με ρυθμούς κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ, μια θέαση πολιτική και κοινωνική, αντιπολεμική και αντιστασιακή, με κυρίαρχα τα στοιχεία της ανιδιοτέλειας, της προσφοράς, της ιδεολογικής ομορφιάς, τότε που οι εποχές χαρακτηριζόταν από τα όρια της ανθρώπινης φτώχειας και της δυστυχίας, αλλά και της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής. Χαρακτηριστικό στοιχείο, οι μονίμως ανοικτές πόρτες σε όλους τους πολίτες τόσο της οικίας του επί της οδού Κένεντι, όσο και του γραφείου του στο ιστορικό πλέον υπόγειο της οδού Γρηγόρη Λαμπράκη.
Αλλά ο Γιώργος Χιωτάκης, δεν έμεινε μόνο σ’ αυτά: η πέννα του δεν σταμάτησε ποτέ. Από το 1950 και παράλληλα με όλα τ’ άλλα, αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο ασταμάτητα, στον «Φρουρό της Δωδεκανήσου», τη «Ροδιακή», την «Πρόοδο», τη «Δημοκρατική», τα «Νέα της Δωδεκανήσου», τη «Δράση», τη «Γνώμη», για να καυτηριάσει καταστάσεις, για να προτείνει λύσεις, για να φανεί χρήσιμος, για να τον αφουγκράζονται και να αφουγκράζεται, για να επικοινωνεί συνεχώς και αδιαλείπτως με τους συνανθρώπους του. Και βεβαίως, η πέννα του δεν γνωρίζει μόνον να αρθρογραφεί. Ξέρει καλά να εξωτερικεύει τον εσωτερικό του πλούτο, τις γνώσεις του, τις εμπειρίες και τα βιώματα τόσων ετών· και όλα τούτα για να γίνουν κτήμα κοινό στους συμπολίτες του.
Έτσι θα μπει και στα βαθιά νερά της ελληνικής λογοτεχνίας, του γραπτού λόγου, της πεζογραφίας και της ποίησης.
Ο ενεργός πολίτης, ο ανήσυχος άνθρωπος, ο σκεπτόμενος και προβληματισμένος δημότης, ο δημιουργικός πολιτικός, δεν δέχτηκε ποτέ του να «αποστρατευτεί» και να καταγραφεί ως απόμαχος της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Αισθανόταν πάντα, ότι έχει ακόμη να προσφέρει πολλά στους συμπολίτες του, στους συμπατριώτες του, στον τόπο του, στην πατρίδα του, στα ελληνικά γράμματα.
Ο Γιώργος Χιωτάκης, δεν προέκυψε ξαφνικά συγγραφέας και ποιητής. Η έφεσή του από την παιδική ηλικία για να μάθει γράμματα (όπως συνήθιζαν να λένε τους χαλεπούς εκείνους καιρούς στη σκλαβωμένη πατρίδα), η κλασική παιδεία την οποία θα πάρει μέσα από τις εγκύκλιες σπουδές και αργότερα μέσα από τη νομική επιστήμη και την παιδαγωγική, η μικρή έστω περίοδος στη διδασκαλική έδρα, η μαχόμενη δικηγορία με τις αγορεύσεις στις δικαστικές αίθουσες, η αρθρογραφία του στον καθημερινό και περιοδικό τύπο, αλλά και αργότερα η Βουλή των Ελλήνων, η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένες κοινοβουλευτικές επιτροπές, καθώς και η ενασχόλησή του με συλλόγους και παραγωγικές τάξεις, με την τοπική αυτοδιοίκηση, τα επιστημονικά σωματεία κ.λπ., θα υποδομήσουν ένα πλούσιο πνευματικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο -όταν πια θα αρχίσει να του μένει και κάποιος χρόνος ελεύθερος- θα ξεκινήσει να πλέκει τους ποιητικούς του καμβάδες και να αποτυπώνει με γλώσσα απλή και κατανοητή τον πνευματικό του οίστρο και τις ανησυχίες και τις αγωνίες για τα προβλήματα της καθημερινότητας, για τους αγώνες και τα βάσανα των Ελλήνων και των Δωδεκανησίων, για τις χαρές των ανθρώπων, αλλά και για τα αγαπημένα του πρόσωπα, τους ανθρώπους της οικογένειάς του, τους γονείς, τ’ αδέλφια, τη σύντροφο της ζωής του, τις αγαπημένες του κόρες, τους γαμπρούς του, τα εγγόνια του, για όλα όσα πάλεψε στη δύσκολη πορεία που διάβηκε δεκαετίες ολόκληρες.
Τελειώνοντας, δεν θα πρέπει να παραλείψω πως ο Γιώργος Χιωτάκης υπήρξε άριστος χρήστης της ελληνικής γλώσσας. Στον ποιητικό του λόγο, ήταν ένας αθεράπευτα ρομαντικός στοχαστής και ονειροπόλος, τρυφερός, γλαφυρός, συναισθηματικός, ερωτικός πολλές φορές, λυρικός, ανθρώπινος, αλλά και ρεαλιστής, ωμός άλλοτε, γήινος, πραγματικός και πατριώτης μέχρις εσχάτων. Τα μάτια του δάκρυζαν εύκολα, αλλά και οργιζόταν μπροστά στην αδικία των φτωχών και ταπεινών ανθρώπων του λαού μας. Γινόταν μικρό παιδί άλλοτε, για να δώσει το περίσσεμα της ψυχής του σ’ αυτούς που ξεχώριζε κι αγαπούσε. Συγχωρούσε τους πάντες και τα πάντα και πίστευε βαθιά στον Θεό και στην Ορθοδοξία.
Υπήρξε ένας άνθρωπος χρήσιμος στην ελληνική κοινωνία.
Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
Ρόδος, Ιούλιος 2015