Αγαπητοί συμπατριώτες,
Επανέρχομαι στο τεράστιο πρόβλημα των ανακριβών δασικών χαρτών, παραθέτοντας «αυτούσιες» τις προτάσεις μου, όπως ακριβώς «διαβιβάσθηκαν» προ τριών μηνών, με την ελπίδα  ότι θα συμβάλω στην επίλυση του. Θεωρώντας ότι ο λόγος της μέχρι σήμερα μη δημοσιοποίησης των εξέλειπε.

Προς διευκόλυνση των μη εχόντων ειδικές γνώσεις αναγνωστών παραλήφθηκαν μόνον οι υποσημειώσεις, στις οποίες παρετίθετο το κείμενο των αναφερομένων στη πρόταση μου νομικών διατάξεων.

Α. ΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Ι) Οι Δασικοί Χάρτες είναι παντελώς ανακριβείς και συνεπώς δεν είναι δυνατή η διόρθωση τους με τη διαδικασία των αντιρρήσεων η οποία προσήκει για διορθώσεις επί μέρους λαθών σε κατ’ αρχήν ορθούς Δασικούς Χάρτες.

ΙΙ) Οι Δασικοί Χάρτες είναι παράνομοι ως προς το περιεχόμενο τους.

Γιατί χαρακτηρίζονται σ’ αυτούς  ως δασικές εκτάσεις και οι οποίες,  ακόμη και με τον ισχύοντα παράλογο δασικό νόμο, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες. Επισημαίνω τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

1) Εκτάσεις, οι οποίες ήταν καθαρά γεωργικές το έτος 1945 κρίσιμο  χρόνο για τον χαρακτηρισμό ως δασικής ή μη κάποιας έκτασης. Οι συντάκτες των χαρτών και οι «επιβλέποντες» αυτούς, με το πρόσχημα ότι δεν υπήρχαν αεροφωτογραφίες του 1945, δεν αναζήτησαν, όπως είχαν νομική υποχρέωση, τα στοιχεία τα οποία θα προσδιόριζαν την φύση του εδάφους το συγκεκριμένο έτος, όπως π.χ:

α) τους Ιταλικούς Δασικούς Χάρτες του έτους 1932-33 και την  επανέκδοση τους του έτους 1940, που είναι χρονικά πλησιέστεροι στο έτος 1945.

β) τα σωζόμενα επί του εδάφους στοιχεία (αναβαθμίδες κλπ).

2) Μεγάλες εκτάσεις χαρακτηρίζονται ως χορτολιβαδικές  χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Πολλές εξ αυτών δίπλα στη θάλασσα, με σχεδόν μηδενικό υψόμετρο που δεν έχουν καμιά σύνδεση με δάσος.

3) Γεωργικές εκτάσεις που κηρύχθηκαν παράνομα αναδασωτέες γιατί δεν ήταν δάση και συνεπώς ουδέποτε έχασαν το γεωργικό χαρακτήρα τους. Ο προσδιορισμός των εκτάσεων αυτών έπρεπε να είχε προηγηθεί της ανάρτησης των Δασικών Χαρτών ώστε να μην περιληφθούν σ’ αυτούς ως δασικές εκτάσεις.

Ήταν αυτονόητη νομική υποχρέωση των συντακτών των Δασικών Χαρτών και  της Διοίκησης, η οποία, άλλωστε, προβλεπόταν από σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος του 2017.

ΙΙΙ) ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ -ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

Λόγω της παντελούς ανακρίβειας των δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε προσπάθεια βελτιώσεως τους. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η άμεση ανάκληση τους ως αυτονόητη υποχρέωση ενός στοιχειωδώς ευνομούμενου Κράτους.

Η εμμονή στους συγκεκριμένους δασικούς χάρτες και η προσπάθεια επιλύσεως των προβλημάτων μέσω της διαδικασίας προβολής αντιρρήσεων όχι μόνον δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά το περιπλέκει, για τους παρακάτω λόγους:

1) Η ευθύνη της κατάρτισης των συγκεκριμένων παντελώς ανακριβών Δασικών Χαρτών βαρύνει αποκλειστικά το Κράτος και τις υπηρεσίες του και όχι τους Πολίτες στους οποίους επιχειρεί να μεταφέρει την ευθύνη και το κόστος της «διόρθωσης των». Επίσης, είναι εντελώς παράλογο να επιμένει το Κράτος σε δασικούς χάρτες οι οποίοι καταρτίσθηκαν με νομοθετικό καθεστώς του οποίου επαγγέλλεται την αλλαγή.

2) Διαρηγνύει την οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Κράτος και τους Διοικούντες αυτό.

3) Απαξιώνει στα μάτια των πολιτών το εξαιρετικά πολύτιμο και χρήσιμο εργαλείο των Δασικών Χαρτών.

4) Δημιουργεί τρομερή επιβάρυνση της ήδη ασθμαίνουσας από το βάρος των εκκρεμών υποθέσεων Δικαιοσύνης, που φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας, με την άσκοπη προσθήκη χιλιάδων νέων υποθέσεων χωρίς κανένα απολύτως λόγο.

5) Συνιστά ακόμη βαρύτατη προσβολή της αξιοπρέπειας μας. Ειδικά για εμάς τους Καρπάθιους που είμαστε στενά συνδεδεμένοι με την πατρογονική γη μας την οποία υπερασπίσθηκαν οι πρόγονοι μας έναντι οποιουδήποτε καταπατητή ή κατακτητή, αδιαφορώντας για το οποιοδήποτε κόστος, γιατί τη θεωρούν αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους και της οικογένειάς τους, όποια και αν είναι η οικονομική της αξία.

ΙV) ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ

Η αναστολή των προθεσμιών προσβολής αντιρρήσεων κατά των δασικών χαρτών «ενόψει νομοθετικών ρυθμίσεων που θα λύνουν το πρόβλημα» φαίνεται να εκτόνωσε προς το παρόν μεν το πρόβλημα αλλά προφανώς δεν το έλυσε.

Μάλλον το περιέπλεξε.

Μερικές από τις συνέπειες του:

1) Πλήρης αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας. 

Είναι προφανές ότι ουδείς στοιχειωδώς εχέφρων επαγγελματίας (συμβολαιογράφος, δικηγόρος, μηχανικός κλπ) πρόκειται να συμπράξει σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια (έκδοση οικοδομικής άδειας κλπ) για τα ακίνητα που χαρακτηρίζονται ως δασικά ή χορτολιβαδικά σ’ αυτούς.
Η αναστολή αυτή θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τουλάχιστον μέχρι την κύρωση των μετά την εξέταση των αντιρρήσεων που θα υποβληθούν. Στην καλλίτερη περίπτωση δυο και πλέον χρόνια ή σε περίπτωση δικαστικής προσβολής των πάνω από πέντε (5) χρόνια. Έτσι θα γίνει η ανάπτυξη;

2) Οι συγκεκριμένοι Δασικοί Χάρτες συντάχθηκαν με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς.

Συνεπώς πρέπει να γίνει αναμόρφωση τους ώστε να εναρμονισθούν με το νέο νομικό καθεστώς που θα ψηφιστεί.
Είναι αδιανόητο να αλλάξει (και μάλιστα σοβαρά) το νομοθετικό καθεστώς για τα κριτήρια χαρακτηρισμού των δασικών εκτάσεων και να παραμείνουν εν ισχύ οι δασικοί χάρτες που συντάχθηκαν με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς.
Δηλαδή οι αντιρρήσεις κατά των δασικών χαρτών να κρίνονται με διαφορετικό νομικό καθεστώς εν σχέσει με αυτό με το οποίο συντάχθηκαν οι δασικοί χάρτες.

Με αποτέλεσμα οι πολίτες να είναι υποχρεωμένοι να υποστούν την διαδικασία και το κόστος των αντιρρήσεων για «τον αποχαρακτηρισμό» των ακινήτων τους, τα οποία βάσει του νέου νομοθετικού καθεστώτος δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν πλέον ως δασικά.

3) Εφόσον δεν ανακληθούν οι συγκεκριμένοι δασικοί χάρτες θα είναι εύκολη η προσφυγή στα δικαστήρια, με επίκληση «αντισυνταγματικότητας» της νέας νομοθετικής ρύθμισης, ιδίως από τους κατ’ επάγγελμα «προστάτες» του περιβάλλοντος κατά τον αποφάσεων των επιτροπών κατά της πράξης κύρωσης των Δασικών Χαρτών.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για το χάος που θα επέλθει.

Όποιος έχει  στοιχειώδη γνώση του θέματος το αντιλαμβάνεται.

Β) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ι) Ως προς την νομοθετική ρύθμιση του θέματος θεωρώ ότι αποτελούν προτεραιότητα τα ακόλουθα:

i) ΔΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

1) Να γίνει σαφής ορισμός του «δάσους» με τροποποίηση του παρανοϊκού άρθρου 3 του Ν. 999/1979, ώστε να αποφεύγονται παρερμηνείες.

Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να εξαιρεθούν από την έννοια του δάσους και κατά συνέπεια «της προστασίας» της δασικής νομοθεσίας οι χορτολιβαδικές εκτάσεις και ειδικά όσες βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο και μάλιστα δίπλα από τη θάλασσα.
Μια καλή λύση θα ήταν να υιοθετηθεί ο ορισμός του δάσους που υιοθετεί και η Eurostat βάσει ενός συστήματος ταξινόμησης που έχει καταρτιστεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).

Σύμφωνα με αυτό ως δάσος νοείται μια χερσαία έκταση με συγκόμωση (ή ισοδύναμη πυκνότητα κορμών) άνω του 10% και επιφάνεια μεγαλύτερη από 0,5 εκτάριο. Τα δένδρα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν σε ύψος τουλάχιστον 5 μέτρων κατά την ωριμότητα επιτόπου”.

Είναι προφανές ότι ο ορισμός αυτός θα έδινε οριστική  λύση στο πρόβλημα αφού θα εξαιρούσε τις χορτολοβαδικές εκτάσεις στο σύνολο τους.
Ο ανωτέρω ορισμός του δάσους με την ταυτόχρονη αναμόρφωση του δασικού κώδικα στην κατεύθυνση αυτή και κωδικοποίηση της δασικής νομοθεσίας νομίζω ότι λύνουν το πρόβλημα στο σύνολο του και προστατεύουν πραγματικά τα δάση.

Θεωρώ, όμως, ότι θα συναντήσουν την σφοδρή αντίδραση των επαγγελματιών «προστατών» του περιβάλλοντος οι οποίοι θα «χάσουν το ψωμί τους».

Αμφιβάλω αν υπάρχει και η σχετική πολιτική βούληση.

2) Να προβλεφθεί νομοθετικά ότι οι αεροφωτογραφίες δεν αποτελούν το μοναδικό μέσο απόδειξης της φύσεως του εδάφους και ειδικά για το κρίσιμο έτος 1945 αλλά θα λαμβάνονται υπ’ όψιν και άλλα στοιχεία επί του εδάφους (αναβαθμίδες κλπ).

Λόγω ελλείψεως αεροφωτογραφιών του 1945 στα Δωδεκάνησα θα εφαρμόζονται υποχρεωτικά οι Ιταλικοί Δασικοί Χάρτες του 1932 και η αναθεώρηση αυτών του έτους 1940.

Τους  χάρτες αυτούς, αν δεν υπάρχουν, μπορεί να αναζητήσει το Ελληνικό Κράτος από την Ιταλική Δημοκρατία, της οποίας αποτελεί διάδοχο βάσει της συνθήκης ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων.

3) Να ανασταλεί η εν γένει διαδικασία ανάρτησης και κύρωσης των δασικών χαρτών για όσο χρόνο χρειαστεί η Διεύθυνση Δασών Δωδεκανήσου να προσδιορίσει τις γεωργικές εκτάσεις που βρίσκονται σε περιοχές που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες και να αναμορφώσει τους δασικούς χάρτες μετά τον άνω προσδιορισμό ώστε να μην χρειάζεται η υποβολή αντιρρήσεων από τους ιδιοκτήτες των.

Όσα δε ακίνητα χαρακτηρισθούν  ως γεωργικά να παραμείνουν ως τοιαύτα ανεξάρτητα από το αν ο ιδιοκτήτης τους έχει ασκήσει αντιρρήσεις κατά των δασικών χαρτών.

ii) ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

1) Το θέμα των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ιδιωτών έναντι του Δημοσίου ταλανίζει το Ελληνικό Κράτος από της ιδρύσεως του και αποτελεί τροχοπέδη για την οποιαδήποτε ανάπτυξη.

Το Κράτος, στην προσπάθεια του να «προστατεύσει» την Δημόσια περιουσία, έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα διατάξεων το οποίο, ενώ δεν την προστατεύει από τους πραγματικούς καταπατητές, καταδυναστεύει τους ιδιοκτήτες ακινήτων της εκτός σχεδίου γης (και μάλιστα τους μικροϊδιοκτήτες) οι οποίοι, με το υπάρχον νομικό καθεστώς και το περιβόητο «τεκμήριο κυριότητας» του Δημοσίου, στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να αποδείξουν την ιδιοκτησία τους έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση αμφισβήτησης της.

Και όταν, σε ελάχιστες περιπτώσεις, το καταφέρουν αυτό γίνεται με τεράστιο οικονομικό κόστος των ίδιων και επιβάρυνση της δικαιοσύνης καθώς οι σχετικές δίκες διαρκούν δεκαετίες ολόκληρες.

Αυτό έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση των Δικαστηρίων με άπειρες και «αχρείαστες» δίκες οι οποίες επιβαρύνουν τα ήδη ασθμαίνοντα Δικαστήρια και επιβραδύνουν κατά πολύ το χρόνο απονομής της δικαιοσύνης παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη.

Το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο καταχρηστικά το άνω τεκμήριο, δεν διστάζει να αμφισβητήσει την κυριότητα ακόμη και μικρών ιδιοκτησιών από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους που νέμονται για μεγάλο χρονικό διάστημα 50-100 ετών όταν μάλιστα το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο συνέπραξε δια των αρμοδίων οργάνων του στην άσκηση των πράξεων αυτών νομής και κατοχής των με πληθώρα ενεργειών τους, όπως την σύνταξη συμβολαίων μεταβίβασης των, την αποδοχή της υποβολής δηλώσεων ΦΜΑ για την σύνταξη των, την μεταγραφή των συμβολαίων, την αποδοχή των δηλώσεων Ε-9, την επιβολή φόρων περιουσίας (Ε.Ν.Φ.Ι.Α κλπ) και την αποδοχή της πληρωμής των, έκδοση οικοδομικών αδειών και όλων βεβαιώσεων που απαιτούνται για την έκδοση των κλπ.

Συνεπώς απαιτείται πλήρης αναμόρφωση του εντελώς απαρχαιωμένου, αναχρονιστικού αλλά και πρόδηλα αντισυνταγματικού και αντίθετου προς την ευρωπαϊκή  νομοθεσία Α.Ν 1539/1938 «περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων»

Ο νόμος αυτός, ενώ δεν παρέχει καμιά ουσιαστική προστασία από τους πραγματικούς καταπατητές, ταλαιπωρεί τους πολίτες και τα Δικαστήρια, καθώς οι συγκεκριμένες δίκες, στις περισσότερες περιπτώσεις διαρκούν δεκαετίες ολόκληρες, με σοβαρό αντίκτυπο  στη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Η αναμόρφωση του συνιστά επιτακτική άμεση ανάγκη η οποία θα συντελέσει αποφασιστικά και στην ταχεία ολοκλήρωση των διαδικασιών του κτηματολογίου.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος επισημαίνω το θέμα των εκατοντάδων χιλιάδων μικροϊδιοκτησιών που αμφισβητεί το Ελληνικό Δημόσιο στις εκτός σχεδίου περιοχές της Νοτιοανατολικής Αττικής βάσει της υπ’ αρ. 1151/1872, αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, 116/1868 και 698/1876 αποφάσεων του Εφετείου Ναυπλίου και 110/1878 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, στις περισσότερες των οποίων έχουν ανεγερθεί εξοχικές κατοικίες βάσει οικοδομικών αδειών.

Είναι αντιληπτό ότι, αν το Δημόσιο επιμείνει στη διεκδίκηση των ακινήτων αυτών, πέραν της κοινωνικής αναταραχής που θα δημιουργηθεί, τα Δικαστήρια των Αθηνών θα επιβαρυνθούν με εκατοντάδες χιλιάδες αγωγές των μικροϊδιοκτητών των ακινήτων αυτών.

2) Είναι χαρακτηριστικό ότι έγιναν κάποιες άτολμες προσπάθειες στο παρελθόν για την αντιμετώπιση μερικών παραμέτρων του προβλήματος, χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί η ριζική αντιμετώπιση του.

Επισημαίνω μερικές από αυτές:

α) Για τις εντός σχεδίου περιοχές.α_1) την διάταξη του άρθρου 4 του Ν 3127/2003.

α_2) την διάταξη του άρθρου 39 του Ν. 4772/2021, η οποία αφορά τα ίδια ακίνητα που αφορά και η κατωτέρω αναφερόμενη ρύθμιση του άρθρο 19 του Ν. 719/1977.

β) για τις εκτός σχεδίου περιοχές το άρθρο 19 του Ν. 719/1977, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 7 παρ. 40, 41 του Ν. 1160/1981 με τα οποία λύθηκε επιλεκτικά το πρόβλημα των ακινήτων «Δήμου Κερατέας ως και της αγροτικής κοιλάδος του Θορικού»

.3) Θεωρώ ότι οι παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις μπορεί να αποτελέσουν βάση συζητήσεως για την επίλυση του μεγάλου αυτού προβλήματος. 

Με την επέκταση της ρύθμισης του άρθρου 4 του Ν 3127/2003 και στα ακίνητα εκτός σχεδίου πόλεως.

Είναι φανερό ότι στο παρόν σύντομο σημείωμα δεν μπορεί να γίνει περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος.

ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ:

Σε ακίνητο που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εκτάσεως μέχρι 100 στρεμμάτων,  ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο οποιαδήποτε αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη.

Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` πρoσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις.

Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α, Κ.

Η εφόσον κριθεί ότι πρέπει να γίνει διαφοροποίηση στις περιπτώσεις τίτλων ιδιοκτησίας από χαριστική αιτία ή κληρονομία:

Σε ακίνητο που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, εκτάσεως μέχρι 100 στρεμμάτων, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον

α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη,

ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ετών, με νόμιμο τίτλο χαριστική αιτία ή κληρονομία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη και

γ) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη.

Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` πρoσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις.

Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α, Κ.

Καλή πίστη του νομέα θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που η κτήση της κυριότητας με χρησικτησία έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση η οποία  έχει μεταγραφεί.

4) Εφόσον δεν επιχειρηθεί η γενικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος, θεωρώ ότι, για την αντιμετώπιση του ιδιοκτησιακού προβλήματος των ακινήτων της Καρπάθου και γενικότερα της Δωδεκανήσου, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες ειδικότερες ρυθμίσεις:

α) Αναγνώριση, ως τίτλων ιδιοκτησίας έναντι του Δημοσίου για τις εκτός σχεδίου ιδιοκτησίες (συμπεριλαμβανομένων και των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων) όλων των ιδιωτικών εγγράφων μεταβίβασης ακινήτων (προικοσυμφώνων, δωρητηρίων, πωλητηρίων), που συντάχθηκαν πριν την ενσωμάτωση αλλά και μετά από αυτήν, τουλάχιστον για τις εκτάσεις μέχρι 100 ή 150 στρεμμάτων.

β) Καθιέρωση τεκμηρίου κυριότητας έναντι του Δημοσίου όσων έχουν τίτλους κυριότητας από οποιαδήποτε αιτία (πώληση, δωρεά κληρονομία κλπ) αναγόμενους πριν από ανάρτηση των δασικών χαρτών.

Σημείωση. Η επέκταση του άρθρου 62 παρ. 2 του Ν. 999/1979 (κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου στα Δωδεκάνησα σύμφωνα με όσα ισχύουν και στα υπόλοιπα Ελληνικά νησιά), που προτείνουν μερικοί αδαείς, δεν έχει καμιά πρακτική «νομική» αξία αφού σύμφωνα με άρθρο 3 παρ. 5 εδ. δ του ίδιου νόμου η απόδειξη της κυριότητας γίνεται «επί τη βάσει τίτλων ιδιοκτησίας, οι οποίοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί έστω και μεταγενέστερα”.

Έχει κανένας στην Κάρπαθο τέτοιους τίτλους;

Εγώ δεν γνωρίζω κανένα.

Εξάλλου το πρόβλημα της χρησικτησίας έναντι του Δημοσίου είναι ιδιαίτερα δυσχερές στα Δωδεκάνησα δεδομένου ότι, λόγω του προϊσχύσαντος νομικού καθεστώτος, δεν φαίνεται να είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία έναντι του Δημοσίου.

ΥΓ1 Η «προανάρτηση» του κτηματολογίου επιβεβαίωσε, δυστυχώς, τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις μου για τις συνέπειες της μη ανάκλησης των ανακριβών δασικών χαρτών.

Όλα τα ακίνητα τα οποία στους δασικούς χάρτες χαρακτηρίζονται ως δασικά ή χορτολιβαδικά καταχωρήθηκαν, μετά από αίτημα του, ως ιδιοκτησίες του Δημοσίου, αποκλειστικά και μόνον λόγω του άνω χαρακτηρισμού των.

ΥΓ2 Η νέα «νομοθετική ρύθμιση» όχι μόνον δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως προσπαθούν να εμφανίσουν, χωρίς κανένα επιχείρημα, οι υποστηρικτές της, αλλά το περιέπλεξε περισσότερο, όπως αναλύεται σε ανάρτηση μου στην «ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ», στις 08.08.2021.

Κάρπαθος 18 Αυγούστου 2021
ΜΙΧΑΗΛ  Λ.  ΚΟΣΜΑΣ