Αγαπητοί συμπατριώτες θεωρώ υποχρέωση μου να επανέλθω στο θέμα το δασικών χαρτών μετά την «προανάρτηση» του Κτηματολογίου και «τη νομοθετική παρέμβαση» για την «επίλυση του προβλήματος».
Ως γνωστόν, με προηγούμενη ανάρτηση μου, είχα προτείνει την άμεση απόσυρση των Δασικών Χαρτών και την πλήρη αναμόρφωση των λόγω της παντελούς και παραδεδεγμένης από όλους ανακριβείας των, σημειώνοντας ότι η εμμονή σ’ αυτούς, εκτός των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργεί, συνιστά βαρύτατη ύβρι κατά των πολιτών.
Το Κράτος, αντί να επιλύσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε αποκλειστικά και μόνον από το ίδιο, επιχειρεί να μεταφέρει την ευθύνη και το κόστος της διόρθωσης του στους πολίτες, αδιαφορώντας για την ταλαιπωρία που θα υποστούν και την σημαντική οικονομική επιβάρυνση των, ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων.
Η επιλεγείσα λύση της παράτασης της προθεσμίας προσβολής των, ενόψει εξαγγελθείσας νομοθετικής ρύθμισης του θέματος, όχι μόνον δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά το επιδείνωνε.
Οι σοβαρές συνέπειες της επιλογής αυτής αποκαλύφθηκαν πλήρως από την «προανάρτηση» του κτηματολογίου. Όλα τα ακίνητα τα οποία στους δασικούς χάρτες χαρακτηρίζονται ως δασικά ή χορτολιβαδικά καταχωρήθηκαν, μετά από αίτημα του, ως ιδιοκτησίες του Δημοσίου, αποκλειστικά και μόνον λόγω του άνω χαρακτηρισμού των.
Με αυτό τον «απλό» τρόπο άνω του 80% της γης της Καρπάθου «μεταφέρθηκε» στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς καμιά αποζημίωση. Εκτός της δήμευσης της περιουσίας των, οι «πρώην» ιδιοκτήτες τους είναι πλέον εκτεθειμένοι στον άμεσο κίνδυνο να διωχθούν ποινικά ως καταπατητές.
Εντωμεταξύ δεν υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα προβολής της καταχώρησης των ακινήτων αυτών, ως ιδιοκτησιών του Ελληνικού Δημοσίου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, γιατί δεν είναι ουσιαστικά δυνατή η προσβολή του χαρακτηρισμού τους ως δασικών λόγω του ότι δεν έχει ψηφισθεί ακόμη το νέο νομοθετικό καθεστώς χαρακτηρισμού των το οποίο, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, θα επέλυε το πρόβλημα.
Με αποτέλεσμα οι πολίτες να στερούνται ουσιαστικά της δυνατότητας ασκήσεως των δικαιωμάτων τους.
Η νέα «νομοθετική ρύθμιση» όχι μόνον δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως προσπαθούν να εμφανίσουν, χωρίς κανένα επιχείρημα, οι υποστηρικτές της, αλλά το περιέπλεξε περισσότερο γιατί, εκτός των άλλων:
Δεν επιλύει την κύρια αιτία από την οποία δημιουργήθηκε.
Δεν περιέχει καμιά απολύτως τροποποίηση του νομοθετικού καθεστώτος χαρακτηρισμού των ακινήτων ως δασικών ή μη.
Δηλαδή τα κριτήρια χαρακτηρισμού των ακινήτων ως δασικών ή χορτολιβαδικών παραμένουν ακριβώς τα ίδια.
Ό,τι ίσχυε μέχρι σήμερα εξακολουθεί να ισχύει.
Τα ακίνητα τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως δάση εξακολουθούν να έχουν τον ίδιο χαρακτηρισμό.
Αναφέρεται μόνον στη δυνατότητα αναγνώρισης από ιδιώτες της κυριότητας των ακινήτων αυτών (των χαρακτηρισθέντων ως δασικών ή χορτολιβαδικών) έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως αλλαγή του χαρακτηρισμού των ως δασικών ή χορτολιβαδικών.
Αντιθέτως η αποδοχή της εν λόγω ιδιότητας του ακινήτου φαίνεται να αποτελεί προϋπόθεση υποβολής τέτοιας αίτησης.
Δηλαδή τα ακίνητα αυτά, ακόμη και αν αναγνωρισθεί η κυριότητα του ιδιώτη που θα τη ζητήσει, εξακολουθούν να παραμένουν δασικά.
Υποθέτω ότι ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτό συνιστά λύση του προβλήματος. Η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται στη δυνατότητα αναγνωρίσεως της κυριότητας των δασικών εκτάσεων έναντι του Ελληνικού αλλά στα κριτήρια χαρακτηρισμού των ακινήτων ως δασικών ή μη.
Γιατί είναι φανερό ότι, με τον χαρακτηρισμό ενός ακινήτου ως μη δασικού, δεν τίθεται πλέον θέμα προβολής ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου.
Για τον λόγο αυτό, εκτός των άλλων, δεν έχει καμιά ουσιαστική αξία η επέκταση του άρθρου 62 του Δασικού Κώδικα στα Δωδεκάνησα.
Αλλά και οι προβλεπόμενες στην άνω «νομοθετική ρύθμιση» διαδικασίες διοικητικής ή δικαστικής αναγνώρισης της κυριότητας ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ιδιωτών επί δασικών ακινήτων είναι εξαιρετικά προβληματικές και ασαφείς αλλά και εξαιρετικά «κοστοβόρες».
Eπισημαίνω δε ότι μεταξύ των προϋποθέσεων αναγνώρισης της κυριότητας είναι και η ύπαρξη συμβολαιογραφικού τίτλου συνταχθέντος μέχρι την 01-07-2001 και μόνον για την επιφάνεια που αναφέρεται σ’ αυτόν. Είναι προφανές ότι υπάρχει κενό για όσους έχουν μεταγενέστερο τίτλο.
Θεωρώ ότι το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό και δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο στείρας κομματικής αντιπαράθεσης.
Η μη άμεση και σοβαρή επίλυση του θα ταλανίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα την πατρίδα μας και μάλιστα σε τόσο δύσκολους καιρούς.
Η παράθεση εμπεριστατωμένων απόψεων δεν συνιστά αντιπολιτευτική ενέργεια αλλά συμβολή στην αντιμετώπιση του.
Θεωρώ ότι όλοι πρέπει να λάβουν ευθαρσώς θέση επ’ αυτού και να συνδράμουν στην επίλυση του.
Κάρπαθος 07 Αυγούστου 2021
Μιχάλης Λ. Κοσμάς