Ο δρόμος του αργού κύκλου της προσμονής, ορόσημο άοσμου ροδόχρωμου άνθους, στο προμήνυμα του Μαΐστρου και του Ζέφυρου επαγρυπνεί. Αργές οι χαρές στο χρυσό ανάδεμα του ονείρου, τακτοποίηση θερινών σκιών και ειδώλων.

Πεσμένος μύλος όπως είναι σήμερα. Φωτό: Mανώλης Bύζαντας Κοντονικόλας.

Μορφές ανθρώπων λιτών, την ήπια αναζήτηση του αυριανού ήλιου, πίσω από το σβησμένο κόκκινο του θαλάσσιου νέφους, αναπολούν. Προσευχή στο καθάριο σκοτάδι της επερχόμενης νύκτας, λιτανεία του νου με σημαίες και λάβαρα του αιθέρα.

Άνθρωποι ορθοβατούντες, ίσια στον ιστό της πλάνης της λαμπρής πνοής, στα πίσω έρημα χρόνια της ανήφατης διαγραμμένης θολής ανάμνησης, έρπουν. Ζωές ορκούμενες στη νάρκη του οράματος, στη πρωινή ανανέωση του έθους, στην άοκνη αναμονή, ενυπνιάζονται.

Είθε μέλος του όρθρου, ολική αστάθεια του φωτός.

Πέτρα κοφτή αγώνιαστη σταθερή, του ημικύκλιου την έλλειψη υψώνεις, εκτρέποντας την ορμή του αγέρωχου μένους του ανέμου. Χώμα υγρό, επικαλείσαι του αρμού το αγκάλιασμα, αρμονικό ήμερο συντρόφιασμα της αφής και της όρασης.

Πηλός ωχρός άπλαστος, σάβανο στη σκυφτή σκεπή του ξένιου δώματος, πάνω από το άφλουδο κλαρί της μελίκαρπης κουμαριάς και το χλωρό πίσιχνο της ζωηρής χαίτης του άγουρου πεύκου. Επίχρισμα άχρωμο, στο μένος της βουής και της αχτίδας το καψάλιασμα.

Περίσκεψη, του χεριού το τραγούδι εμπνέεις, στο αλάθευτο όριο της άκριτης παντεχνίας του στωικού χρήστη. Στο συνταίριασμα της πέτρας της αδρής της ορθόζυγης με την στέρεη άκαμπτή της αδερφή και τη συμπόρευση της κίνησης. Έξοδος του λαξευμένου στήμονα του ισχυρού και του πολύδοντου άξονα, στην αναρχία του φυσήματος. Ζωηρή εναλλαγή του άκαμπτου σκληρού δεσίματος, απροστάτευτο πρόσωπο στην οργή του αστραπιαίου φυσήματος.

Χοντρό δοκάρι στεγνού ακατέργαστου κορμού, στήριγμα της πύλης και του ουρανού της, στου χαλκιά το καρφί ανίσχυρο αντιστέκεσαι. Δεμένο, στης μεσίστιας πυράς την αίσθηση, εφάπτεσαι στα πτερύγια της δύναμης.

Μερική άποψη των πεταλοσχήμων Μύλων τ’ Άη Νικόλα. Φωτό: Mανώλης Bύζαντας Κοντονικόλας.

Kαταχείμωνο.

Το μελανό συμμάζεμα του αστραπόβροντου, του ποδοβολητού την ανταύγεια, του ορθότριχου τρέμουλου στου ζώου τη βαριά νοτισμένη ανάσα προμηνά, στου κενού καταφύγιου την εμπασιά.

Τα βαριά χέρια του μυλωνά λυτά, αποθέτουν τα φρύγανα στεγνά και τις χοντρές σχοίνερες κουτσούρες άφθαρτες, για να πυρώσουν την ανάσα των αδημονούντων ζωντανών και τα μεστά κορμιά των ανθρώπων του.

Καταμεσής του μπροστινού τοίχου περίτεχνο χαμηλό τζάκι. Ταξιδεύει την ορμή στα θολά ύδατα της αμνησίας. Ηρεμεί στου νου την ξεθωριασμένη ανταύγεια, η άτονη επανάληψη της αξημέρωτης μέρας. Μοιραίο λίκνο στου κορμιού την ανάσα. Σιμά, όρθια, άδετα τα τρίχινα σακιά γεμάτα στεγνή χρυσή τροφή, σιγουρεύουν τον ερχομό της δύσκολης μέρας.

Ξεπλυμένο το γυαλιστό λιθόστρωτο της μαργαρίτας και του άγουρου θυμαριού, οδηγεί το μάλαμα, στης αυλής τις ασύμμετρες μαυρόπετρες με το ασβεστωμένο περίγραμμα. Στις σφικτές δαγκάνες του μικρού άπτερου μέρμυγκα μεταφέρεται η καρδιά της απλής επιβίωσης.

Πάντα έρχεται η αρχή.

Τριάντα έξι, άξιοι εναπομείναντες του ορίου κυρίαρχοι και μια μικροπαντρεμένη χήρα, οι ανακαινιστές του διάσπαρτου Όθους, με το χέρι κατά τον άνεμο, είδαν του χώρου την ραχιαία αξία, με της κατανομής το δίκαιο για ορθή αυτάρκεια.

Τόπος αιχμηρός, κατά πρόσωπο στο βουερό του Ζέφυρου πέλαγος, ατενίζει τυφλά το πυκνό Κασιώτικο σύννεφο, της ριπίδας το στιγμιαίο μαστίγωμα.

Εικόνα των μύλων με το ηλιοβασίλεμα. Φωτό: Mανώλης Bύζαντας Κοντονικόλας.

Τυχαία επιλογή της επίπονης αρχαίας θέσης, ιερό θυσιαστήριο του Αιόλου, δίπλα στη Βίγλα και τα Δίχτυα των Βυζαντινών καχύποπτων προγόνων, μέσα στο καταφύγιο του Πέτρου, κάτω από το παράλογο βλέμμα των Καρπαθίων προπατόρων του Παλιόκαστρου, σιμά στα κενά Γλημόρια τους, μπροστά στα σβησμένα χνάρια των πήλινων στοών του Αργυροβουνιού, αντίκρυ στην άναρχη φωτιά του αδάμαστου θαλασσοκράτορα Μίνωα.

Μπροστά στον ήλιο τον πανδαμάτορα, όμορφη κοιλάδα στη πλαγιά, οι Βαδιές. Τόπος εύφορος με αστείρευτη πηγή, τόπος βατός, συνδέει τον Έλωθα και τους Εΰρους με τις Σταις και το Αφούρι, δρόμος βαρδύς περιτοιχισμένος με τοίχους ψηλούς για τους διαβάτες και τα φορτωμένα με άχυρα, με φαγητά, με νομές, καλοταϊσμένα ζώα. Στο κέντρο του χώρου τα ερείπια της μικρής εκκλησίας του άη Νικόλα, κατέλυμμα φτωχό, αρχαίος ναός του Διόνυσου με το ληνό του, που φαίνεται τον ανακαίνισαν ψαράδες και ναυτικοί σε ένδειξη θύμησης και τάματος.

Πιο μπροστά άλλη εύφορη κοιλάδα, η Μηλητρού, αμπέλια γεμάτη με γλυκά σαν το μέλι σταφύλια. Στα όριά της προς τις Κοπρές, πανάρχαιες εκκλησιές του Αξεστράτηγου, πρώτου προστάτη του χώρου και του άη Γιώργη. Τάφοι θολωτοί οδηγούν στη πλαγιά με τα Γλημόρια, παλιό αρχαίο νεκροταφείο, ίσως του Παλιόκαστρου, ίσως των προγόνων που κατοικούσαν στις Βαδιές. Αναπαύονται λησμονημένοι δεν πέρασε ποτέ κανείς να ξυπνήσει το χαμόγελο και την απορία τους.

Τα πάντα, της επιβίωσης των πρώτων κτητόρων έρμαια, διέπουν τον ειρμό του πνεύματος, την ανταύγεια της παλαιάς κόπωσης, την απλωσιά της αδηφάγου όρασης.

Βραδιάζει στο στενό χαλικόστρωτο γειτόνεμα, ζωηροί κατάκοποι εναποθέτουν τη ψυχή άβουλα, διήγηση η ημερήσια περιπλάνηση στα νυσταγμένα των παιδιών βλέφαρα, αργή.

Δράκοντες και τελώνια, ξωτικά, παράξενα αερικά στο λόγο το παραστατικό του γέροντα, αποχαύνωση της τέλειας αισώπειας άρθρωσης. Μιλούν για το μεγάλο σεισμό που έσκισε το νησί για τα μεγάλα θανατικά, ώρες περίσκεψης, θαυμασμού και απορίας.

Ο Καταχανάς άρχει την ώρα τη στερνή της κατάκλισης, καταθέτοντας το όριο της ευχής, της στιγμιαίας ανακοπής. Ακίνητες οπτασίες παράδοξες άχρωμες, στο τρέμουλο του ύπνου του ταπεινωτικού.

Η Ανατολή έρχεται νωρίς, η λευκή μέρα συναντά τη στροφή του τυφλού ήλιου, στον άυπνο θρόνο της αδιανόητης εναλλαγής. Ο αστρικός καταρράκτης στερεύει, στεγνώνει το υποτιθέμενο στερέωμα της οφθαλμαπάτης.

Από τη δυτική πλευρά στο βάθος το εκκλησάκι τ’ Άη Νικόλα. Φωτό: Mανώλης Bύζαντας Κοντονικόλας.

Απομακρύνεται του φόβου το ασυλλόγιστο τόλμημα, στου ικανού φωτός την αχνή ανοχή.

Αρχή απαραβίαστη του μακρόπνοου εμπνευσμένου σχεδίου, η καρτερική σειρά προσέλευσης των αυτόκλητων δικαιούχων.

Το ισχνό λατομείο του σταχτόχρωμου γρανίτη, κάτω από τα μικρά, κρυφτά, χαμηλά ξεροτράχαλα χτίσματα, της φρουράς του αφύλακτου Παλιόκαστρου αδημονεί. Πελεκούδια και λαξευμένες πέτρες παρατημένες στου ήλιου την πυράδα. Κατελύμματα, η άταφη σορός του εύρωστου ηγεμόνα, περίβολος στην ορμή του οράματος των αλαφιασμένων τυμβορύχων, η πρώτη άκριτη δόξα του σκληρού τόπου εμπνέει.

Χοντροί και λεπτοί, ξύλινοι και σιδερένιοι λοστοί, τα στεγνά χέρια των εξόριστων θαλασσοθρεμμένων αρχόντων. Τα σπλάχνα της ξερής πέτρας αναδεύονται ορθά, ο ηλιοκαμμένος πελεκάνος, επιδέξιος χειριστής του βελονιού, του μαντρακά και του χτενιού, γωνιάζει το άψυχο του ονείρου περίβλημα, στρογγυλεύει τους αρμούς, για να δαμάσει του αέρα του μανιακού την εκτροπή.

Της γης ο επιλεγμένος χώρος, της κληρωτίδας το τυφλό προβάδισμα, δικαιώνει τον έμπειρο σχεδιαστή, που στοχεύει της Δύσης το μαστίγωμα.

Τα λεξευμένα ισομεγέθη αγκωνάρια, οδηγούνται στης ψυχής τη θέση ομαδικά, στην τυχαία σειρά ορθώνονται αντρίκεια επιδεικτικά, πάνω από τα κυματιστά πλατιά χωράφια, με το παχύ κόκκινο χρώμα, με τον πυκνόχρωμο γλυκό σπόρο άγουρο, και τις στενές άλωνες στην πετρώδικη άκρη, στης ανέχειας το συνετό μοιράσι.

Το τραγούδι του πρωτομάστορα, συρτό συρματικό, δαμάζει τη κόπωση του νέφους. Το μεγάλο πανηγύρι της στήλωσης του τόπου, της μετεμψυχωμένης ανάπλασης του προσιτού ειδώλου, ωριμάζει στη πρώτη εκτέλεση της χαράς. Υψώνονται τα φρούρια της ωμής επιβίωσης, φρόνιμα, και ασύστολα.

Η ακτινοβολία της πρώτης επαφής, στα χαρμόσυνα χείλη των ταπεινών δουλευτάδων της αστραπής, άδει. Άγγιγμα πλάνης, αγαλλίαση, ουρανού ύμνος δοξαστικός στο άφωνο απαύγασμα της τεχνικής επιρροής του λογικού δημιουργού.

Οι μεγάλες του φτενού κυλίνδρου αδρές μυλόπετρες, στου ήλιου το ξερό χάδι, αναμένουν το στέλιασμα του ξετροχάρη, φερμένες άλλες από τη πρώτη πατρίδα τη μεγάλη την αλαργινή του στοχασμού Ανατολή, άλλες από του μακρινού Λευκού ακρογιαλιού τον υδάτινο συρμό.

Το μυαλό, ανεβαίνει στου άσπρου καραβόπανου το σφίξημο, του πρώτου ιστίου ανάμνηση, στου αφρισμένου πορθμείου τη παράκαμψη. Δεμένο ταξιδεύει συνόδευτο, την άυλη θολή αρχή στα στέρεα ξάρτια του ειδώλου, στα ταιριαστά στημόνια της μετώπης του περίφανου ανεμόκαστρου.

Του δίκαιου κόπου τραγούδι ελεύθερο, ανοιχτό στου πνιχτού ανέμου το δρωμάχι, συρώνεις στα ριτιδιασμένα μάτια του μεγάλου τεχνίτη του αναγγέλοντος το βαθύ πρόσταγμα.

Το παράσπιτο, χαμηλός σουφάς. Μπρος στου τζακιού τη σκιερή σπίθα, των ανθρώπων αναπαυτήριο, στης σχιστής θυρίδας το αιωρούμενο φως, προσφέρει στα αυλάκια του σώματος την ήρεμη ροή.

Μικρά και μεγάλα ξύλινα σκεύη, πιάτα βαθιά, μουρκούτες, ταλιέρια, κατσούνοι, περίτεχνα σκαλισμένα κουτάλια, κρέμονται στου ασπρισμένου τοίχου το πρίνερο καρφί, αναμένοντας την ιερή του δείπνου του λιτού, την ώρα.

Το κελί των καματερών ζωντανών, μεγάλο παράγωγο, της ανάπαυσης την ατέλειωτη στιγμή, παρέχει της επιβίωσης το μαυρόασπρο ενύπνιο. Παχνί στο όρθιο ύψος του άστατου κορεσμού.

Η πρώτη, λαμπρή μέρα της ενδόμυχης τελετής, γοργά ανατέλλει στου λιθόστρωτου τη βραδυνή ομήγυρη. Λόγια κοφτά, του αρχιτεχνίτη συμβουλή, ορθολογισμός αναντίρρητης έκφρασης, υποταγή στης άκριτης σκέψης το βλέμμα. Της ηρεμίας την αναμονή, τραγούδι στο άστρο το πρώτο το εσπερινό, δοξαστικός ύμνος στης επιλογής το σήμαντρο.

Στου πρόσφυγα το πικρό μάτι, το χαμόγελο ανοιχτό στου νέου δρόμου την απλωσιά την περίσσια, καινές αισιόδοξες προσδοκίες, στης λήθης της πρόσκαιρης το αρμυρό δάκρυ.

Αντίκρυ η κοντινή πατρίδα η Χώμαλη, σκιάζει τα δαιμονισμένα γοργά βήματα της απομάκρυνσης, ενώνει τον ομφάλιο λώρο της ακραίας θύμησης, με τη φλογερή χαρά του τοπομένου φυγάδα, στην άκρη της αμφίδρομης διαδρομής. Η ημεράδα της εφήμερης σιγουριάς, του στιγμιαίου πάθους το τρόπαιο ατενίζοντας, δακρύζει.

Όταν ακόμα λειτουργούσαν οι μύλοι. Φωτό: Κωστής Μιλτ. Μαντινάος.

Ημέρα μεγάλη, μνήμης εορτή περίτρανη, όραμα της σκαιάς πέτρινης εισόδου, στο μακρινό συρτό αντιβούισμα της Δυνατής βουνίσιας Παναγίας, της λαμπρής Γυνατούς.

Οι ανήμποροι, στο βαθύ σκιάδι, με το βλέμμα ακολουθούν της πορείας την πολύχρωμη ροή του φιδίσιου γιδόδρομου που τυλίγει τα θαμνόντυτα σφικτά καταράχια. Ευχές βαθιάς ανθρώπινης
παράκλησης, οδηγούν στο αντικρυνό πέρασμα της ομιχλώδους ρεματιάς, το σεμνό προσκύνημα. Γέροι, νικημένοι μαστόροι, παιδιά άβγαλτα στων μουλαριών τα λαμπρόντυτα σαμάρια αναβάτες, οδηγούν την πομπή την αρχαία.

Λυγερόκορμοι νέοι, άντρες και γυναίκες ξεχασμένοι στη μαγική αναμονή του προγονικού εθισμού, δένονται στου συρμού την άκρη και ακολουθούν το εσπερινό θρόνιασμα του λαμπρού τόπου. Στα χέρια τους τα δώρα τα ανθρώπινα, άρτος και κρασί προσφοράς, ευχής και άφεσης. Θυμίαμα ευχαριστήριο, της περάτωσης του θαυμάσιου έργου, των λευκόντυτων γοργόφτερων ανεμόμυλων του νεότευκτου Όθους. Στο μυαλό τους η ανάμνηση της αρετής, η χαρά της θυσίας στο ανθρώπινο αντάμωμα. Το ρίγος θαμπώνει τη ματωμένη αντηλιά. Το γοργόφευγο μπονεντινό σύννεφο διαπερνά την πυκνή λατρευτική πομπή, χάνεται μπροστά στους καθηλωμένους στο πέργερο του άη Νικόλα ανήμπορους ταξιδευτές.

Πυκνή η σταγόνα της φθινοπωρινής ωδής, στο άναστρο απέραντο του ορίζοντα κόκκινο μούχρωμα, συρτό το κούκισμα της σταχτοροδόμελης πέρδικας, καλεί στο αντάμωμα των αλάβωτων συντρόφων, ορμήνεια στο στρευλό κακάρισμα του άμαθου πουλιού, στης αγλυσμένης, από τη νερόσυρμή πηγίσιας λακούβας, λουτρό και ξεδίψασμα, ιδανικό δροσάτο ξημέρωμα.

Τα πάντα κατά το δοκούν.

Το αναμενόμενο πέρας εντύπωσης ηλίανθος, ως ο αρματωμένος λευκός στόλος των τριανταέξι φτερωτών ανεμόμυλων αρμενίζει, στην ανάσα του κρητικού πελάγου και τη μάνητα της Καλής Λίμνης.

Των πολύπειρων μαστόρων, το θαυμαστό άφθαρτο έργο τελεύει, στο ανίκητο του μυαλού όριο.

Οι γιτευτές του μετέωρου καιρού, δίνουν την ερμηνεία του άστατου φαινόμενου. Τα μερομήνια, οι δρίμες, του άη Λιά υο νεφοσκέπασμα κατά το Μαΰστρο και τη Δραμουντάνα, είναι σημάδια έντονης μνήμης, στου αλάθευτου παρατηρητή τη ματιά. Δίνουν την εύνοια στη σοδειά, φέρνουν τις καρποφόρες βροχές, σηκώνουν τον άνεμο για το γρήγορο στρωτό άλεσμα.

Είναι στης μαντικής της αρχαίας τα σημάδια, άριστοι ερμηνευτές, η ηρεμία τους ταξιδεύει ατα πίσω χρόνια με στωική ακρίβεια.

Στο τέρμα της η χαρά, μελισσολόι οι ζευγάδες του Αφιάρτη, των Εΰρων, του Αφουριού. Πανηγύρι μπρος στα ασπρισμένα παράσπιτα με τους βουτσωμένους πάτους. Οι μυλωνούδες κερνούν τους αγωγιάτες αντρίκειο κρασί, ζέστινο ψωμί, κρίθινες βρεγμένες κουλούρες και τουλουμοτύρι.

Δρόμος στενός, ανηφορικός, δύσκολος και δύσβατος, με αναθεματισμό τον διαβαίνουν οι κοντινοί γείτονες οι Πυλιάτες αγωγιάτες, αγανακτισμένοι αποκαλούν το πιο δύσβατο για τα ζώα και τα αλέσματα σημείο, Ανάθεμα.

Οι τεχνίτες κρατούν ψηλά τη φλόγα τους, στρώνουν τουσεμέ το μακρύ δρόμο με φαρδιά ξεκούραστα σκαλιά, για τα  φορτωμένα μουλάρια και τους αποσταμένους οδοιπόρους που οδηγούν το χρυσό φόρτωμα στου μύλου την κουφουνία και το χάλκινο καντάρι του μυλωνά.

Χτίζουν το εκκλησάκι του άη Νικόλα, ταπεινό προσευχητάρι των ήμερων πόθων τους, σε σημείο πρόσκαιρης λιτανείας απανεμιάς των αντικρυνών πελάγων.

Μερόνυχτα ήρεμης κόπωσης, ευτυχία στα μάτια των πρώτων οραματιστών, των δαμαστών του νέου ανέμου, των τολμούντων έναντι στην επιβίωση.

Ήταν τα μεγάλα βράδια της χαράς. Δημιουργία πολυμελών οικογενειών, νέων σπιτιών με δυνατούς αφέντες, παράλογη γρήγορη ακμή.

Οι αδιάφοροι Τούρκοι φοροεισπράκτορες ευδαίμονες, τους μαστόρους επαινούν. Αφήνουν περιθώριο αυτοδιαχείρησης της σοδειάς και του κόπου. Από τους ταπεινούς δουλευτάδες του ώριμου νου, προσπαθούν να εκμαιεύσουν τη δύναμη του πολύβουου ανέμου.

Ο κύκλος της στέρεης ακμής κλείνει αναπάντεχα γρήγορα. Μαύροι πολύχρονοι πόλεμοι φέρνουν τη φτώχεια. Οι νέοι φεύγουν, η γη θρηνεί χέρσα, ο καρπός λίγος και φτωχός, οι βουβοί και άλαλοι ανήμποροι μετανάστες στις υπόγειες στοές του νέου κόσμου, υπομένουν την κατάντια που τους οδήγησαν με ακρίβεια, οι άξονες και οι άσπονδοι φίλοι της δυνατής ψυχής.

Μένουν οι γέροι. Οι ισχνοί επιζώντες πρωτομάστορες αδυνατούν να εννοήσουν τη συμφορά, αδυνατούν να λύσουν τα βαθιά ρυτυδιασμένα μάτια τους, να αντικρύσουν την αλήθεια του άρρωστου ήλιου, να πιστέψουν στην επάνοδο της απληστίας των ανθρώπων. Αργά επιστρέφουν τα φαντάσματα, οι καταχανάδες της ιστορίας, για να γκρεμίσουν το πρώτο της αξιόπρεπης επιβίωσης όραμα.

Πρόσφατη 2021. Φωτό: Μιχάλης Χανιώτης.

Ο τόπος αδειάζει, γριές μυλωνούδες και ξυπόλητα μικρά παιδιά, λίγα ισχνά ζωντανά, απομένουν στους ρακένδυτους περήφανους ανεμόμυλους, φτωχά λυχνάρια του δυνατού καιρού.

Σήμερα όλα χαλάσματα, μένουν οι τίτλοι ιδιοκτησίας πολύτιμα απομεινάρια για νέους οραματισμούς και ανίερες σκέψεις αλλοτρίωσης και εκποίησης. Μυλόπετρες, αξόνια, ξάρτια, ερειπωμένα όνειρα του φτωχού καθωσπρεπισμού.

Κι εμείς σκυφτοί μπροστά στων προγόνων την οξύνοια, κατά τη σειρά που απόμεινε, μνημονεύουμε τους ορθούς κατά τη μνήμη κτήτορες, ορίζουμε το μέγεθος της ιστορίας και ξεχωρίζουμε:

Της Μαργαρίταινας
Του Σταματούλη
Του Μαύρου, σήμερα Βασιλειώτη
Της Αλέξαινας, σήμερα Σαΐτη
Του Παπά Θεοχαρίδη
Του Σταυράκη, σήμερα Ηλιάδη
Του Μαντινάου, σήμερα Χανιώτη
Του Βόζου
Της Ζώκλας του Λογοθέτη
Του Παπά Γρηγόρη
Του Ζαβόλα
Της Ζώκλας του Χαρκιά
Του Διάκαρη
Της Ματσάκαινας
Του Κωνσταντή του Λιω.

Και στη μεριά της Μέλλουρας:

Του Υζέπου
Του Διμελλά
Του Ξετροχάρη του Πυλιάτη
Του Σακελλάρη
και του Παπαδάκη

Φυσικά θα μνημονεύσουμε και τον ανακαινιστή του Άη Νικόλα, τον Νικόλαο Φρ. Επιτρόπουλο.

Τα πανιά του Όθους σε υποστολή, αδιάφοροι καιροί, κόποι λησμονημένοι, άλλοι μας οδηγούν στη ξέφρενη αυτάρκεια του άρρωστου ευδαιμονισμού. Σίγησαν οι άνεμοι της δημιουργικής πορείας, οδηγήσαμε την κίνηση του μυαλού στα θολά ύδατα μιας αυτάρεσκης αμνησίας.

Μπορούμε όμως, πάντα μπορούσαμε, έχουμε θαλάσσια καταβολή, έχουμε τον προπατορικό εθισμό του άστατου υψόμετρου, έχουμε την ψυχή των δυνατών ελεύθερων και απρόβλεπτων προγόνων μας. Έχουμε μια αστήρευτη εξουσία πηγαίας διατήρησης της αιγιακής αρετής, έχουμε κληρονομικό δικαίωμα στην συνεχόμενη ανάπτυξη, έχουμε υποχρέωση να ορίσουμε κοφτά το στίγμα της ορθής πορείας του ΌΘΟΥΣ.

Σ’ αυτή την ταπεινή μου κατάθεση δεν αναζήτησα πηγές, τις βρήκα στην αφήγηση παλιών μυλωνάδων και ώριμων γεωργών, τις συνάντησα μέσα στα κουφάρια των φτερωτών κιβωτών που αντιστέκονται ενάντια στον καιρό και την αλλοτρίωση, τις ανακάλυψα μέσα στο όνειρο και στο συναίσθημα της ροδόχρωμης πορείας του ακίνητου ήλιου.

Όθος Καρπάθου 11 Αυγούστου 2006
Κωστής Μαντινάος