Ο Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο.

Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους.

Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο.

Που χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης.

Ο ήλιος που πλησίαζε στην Δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.

Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας.
Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε.

Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της.

Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης.

Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι.

Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων.

Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση.

Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.»

Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι.

Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό.

Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν.

Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε.
Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του.

Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής.

Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει.

Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους.

Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι;

Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι.

Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του.

Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί.

Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει.

Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.

Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό.

Φοβόταν.

Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους.

Η καθαρότητα του τον ησύχαζε.
Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι.

Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους.

Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι.

Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο.

Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της.

Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο.

Με ήρεμο τρόπο τους εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω.

Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι.

Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο.

Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους.

Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε.

Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους.

Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.

«Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά.