Φέτος Μεγαλοβδομάδα μας ήρθε ο κορονοϊός και γιορτάσαμε τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάσταση με κλειστές τις εκκλησίες. Όμως η σκέψη αυτών που έζησαν τα χρόνια του πολέμου πηγαίνει πίσω τότε που με πολλές στερήσεις και περιορισμούς γιόρτασαν το Πάσχα.

Σεπτέμβρης του 1943, οι Γερμανοί αποβιβάστηκαν στην Κάρπαθο, τα Πηγάδια κηρύχθηκαν πολεμική ζώνη και αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στο Απέρι και εκεί τον επόμενο χρόνο γιορτάσαμε το Πάσχα.

Το Άγιο Φως θα μας ελευθερώσει από τον κορονοϊό

Οι εκκλησίες ήταν ανοικτές, αλλά λόγω της συσκότισης που επιβλήθηκε στα χρόνια του πολέμου απαγορευόταν να λειτουργήσουν τη νύχτα. Οι ακολουθίες της Μεγαλοβδομάδας γινόντουσαν την ημέρα και αυτές που κανονικά έπρεπε να γίνουν νύχτα, άρχιζαν αργά το απόγευμα για να τελειώσουν προτού σκοτεινιάσει.

Την ημέρα της Λαμπρής, η πρώτη Ανάσταση έγινε στις οκτώ το πρωί και η δεύτερη κανονικά το μεσημέρι με όλη την θρησκευτική τάξη από τους λευίτες ιερείς Παπαγιώργη (Γεγατσούλη) και Παπανικήτα (Κάτρο). Ενώ μεταγενέστερα, θυμάμαι, την ημέρα του Πάσχα όλοι μικροί και μεγάλοι είχαμε λαμπάδες, αυτή τη χρονιά μόνο μερικοί άνδρες κρατούσαν και αυτές πολύ μικρές.

Μόνη εξαίρεση, ο Μανώλης Μακρής, που όπως έλεγαν είχε μελίσσια. Στα χρόνια του Πολέμου και ιδιαίτερα εκείνη την χρονιά, οι πιστοί επιστρέφοντας στα σπίτια τους μετά την Ανάσταση δεν εύρισκαν το καθιερωμένο βυζάντι. Που να βρεθεί ρίφι ή αρνί και ρύζι. Ήταν ικανοποιημένοι με μια φέτα ψωμί, και αυτό ήταν δυσεύρετο. Προπολεμικά, από ένα φράγκο το κιλό έφτασε στα 50.

Άς θυμηθούμε και μια μαντινάδα της εποχής:

Πενήντα φράγκα το κιλό ανέβηκε τ’ αλεύρι
κι αυτό με χίλια βάσανα ο κόσμος το γυρεύει.

Εκτός και κάποιος χασάπης, μπορούσε να βρει και να αγοράσει κάποια αδήλωτη κατσίκα, να την σφάξει και να την διανείμει λαθραία νύχτα, από ένα δυο κιλά κρέας σ’ αυτούς που μπορούσαν να την ακριβοπληρώσουν.

Μετά από μερικούς μήνες η Κάρπαθος ελευθερώθηκε και γνώρισε μια δεύτερη Ανάσταση.

Έτσι και τώρα, όταν μας εγκαταλείψει ο κορονοϊός τα σημερινά παιδιά, μετά από αρκετές δεκαετίες, θα διηγούνται στα εγγόνια τους το εφετινό Πάσχα.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΣΣΩΤΗΣ