Έφυγε στα 97 του χρόνια ο Παπά-Γιάννης Ανδρεάδης για το μεγάλο ταξίδι, αλλά η μνήμη του μένει ζωντανή.

Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του υπήρξε ο μειλίχιος υπηρέτης του Θεού, που τον διέκρινε  το θάρρος, όταν δε 19χρονος συνάντησε τον Χριστόφορο Λιτό με αποφασιστικότητα  έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινού αγώνα.

Ο παπά-Γιάννης με τον ιερατικό προϊστάμενο Ανάργυρο Σταυρόπουλο τελούν την Θεία Λειτουργία και το Παγκαρπαθιακό μνημόσυνο στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο Paramus NJ.

Στην υπηρεσία της Εκκλησίας και του χωριού του

Από μικρός είχε κλήση στα εκκλησιαστικά, πήγαινε στην εκκλησία και βοηθούσε τον παπά του χωριού στην τέλεση της Θείας λειτουργίας στην Παναγία τη Βρυσιανή και στα ξωκλήσια του Μεσοχωρίου.

Το 1947, μετά την απελευθέρωση, πήγε στην Θεολογική Σχολή της Πάτμου και αργότερα, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, ο τότε μητροπολίτης Καρπάθου Απόστολος τον χειροτόνησε ιερέα και ανέλαβε τα θρησκευτικά του καθήκοντα στο Μεσοχώρι.

Ήταν προσιτός, γλυκομίλητος και αγαπητός, όχι μόνο στο χωριό του αλλά και σ’ όλη την Κάρπαθο.

Ήταν άνθρωπος δραστήριος και αποφασιστικός. Στο διάστημα της θητείας του έγιναν οι αγιογραφίες της Βρυσιανής, κτίστηκε το καμπαναριό και έγινε η πλακόστρωση της αυλής της εκκλησίας και στην συνέχεια η επέκταση και ο ανακαινισμός του εκκλησιαστικού μεγάρου, ένα από τα σπουδαιότερα της Καρπάθου, όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και χώρους εξυπηρέτηση.

Εκτός από τα θρησκευτικά του καθήκοντα ο παπά- Γιάννης αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στην εξυπηρέτηση των άλλων αναγκών του χωριού του. Με δική του πρωτοβουλία και ενέργειες δημιουργήθηκε στο Μεσοχώρι το πρώτο ηλεκτροκίνητο ελαιοτριβείο του νησιού.

Ο παπά-Γιάννης προσιτός και γλυκομίλητος απευθύνεται γεμάτος αγάπη προς τους συμπατριώτες μας στην Αμερική.

Στην Αμερική

Μετά τον θάνατο της πρεσβυτέρας χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και μετακόμισε στην Αμερική κοντά στην κόρη του. Εκεί συνέχισε με την ίδια αφοσίωση να προσφέρει τις θρησκευτικές του υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ομογένεια και ιδιαίτερα στην Καρπαθιακή παροικία. Παντού και πάντοτε έδινε το “παρών”  στις Καρπαθιακές και Δωδεκανησιακές εκδηλώσεις.

Παρά την ηλικία του, η παρουσία του παπά Γιάννη εθεωρείτο απαραίτητη στην τέλεση του Παγκαρπαθιακού μνημόσυνου, οι συμπατριώτες μας ρωτούσαν θα είναι εκεί ο παπά-Γιάννης; και όταν τον έβλεπαν να προβάλλει από το Ιερό, ησύχαζαν.

Το Παγκαρπαθιακό Ίδρυμα εκτιμώντας τις υπηρεσίες του προς την Κάρπαθο και στην Αμερική τον τίμησε με την απονομή τιμητικού διπλώματος σε μια σεμνή και συγκινητική τελετή.

Εκτός από την Εκκλησία για τον 19χρονο προείχε το Εθνικό καθήκον, και όταν ήρθε η ώρα πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον κοινό αγώνα χωρίς δεύτερη σκέψη και υπολογισμούς.

Εκ μέρους του Παγκαρπαθιακού Ιδρύματος ο πρόεδρος οδοντίατρος Βάσος Χαλκιάς απονέμει τιμητικό δίπλωμα στον πατέρα Ιωάννη.

Με τους κατασκόπους

Τ’ απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου 1943 ξεκίνησε από το Μεσοχώρι να πάει στ’ αμπέλι τους στην Σκεπαρνά, όπου είχε πάει η μάνα του από νωρίς, να τη βοηθήσει να φέρουν την συγκομιδή εκείνης της ημέρας. Από ψηλά τον είδε με τα κιάλια του ο Λιτός και ξαφνικά τον βλέπει μπροστά του αρματωμένο.

Δεν τον γνώρισε, τον πέρασε για κάποιον από τους δραπέτες Ιταλούς που το σκάσαν από τους Γερμανούς και γύριζαν στην περιοχή. Του συστήθηκε και του διηγήθηκε ορισμένα γεγονότα από τη δράση του στην Κρήτη και στη Μέση Ανατολή. Ο Ανδρεάδης εξακολουθούσε να αμφιβάλλει, φοβόταν μήπως του έστηναν κάποια παγίδα και τον ρώτησε αν τον γνώριζε.

Όταν του απάντησε ότι ήταν ο Γιάννης του Γιώργη Ανδρεάδη του τσαγκάρη ο γιός που του έπαιρνε παπούτσια στο σπίτι του να του πουλήσει, πείστηκε ότι ήταν πράγματι ο Λιτός και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει σε ότι μπορούσε.

Όταν του εμπιστεύτηκε ποιους ήθελε να δει, είπε στη μάνα μου να φύγει πρώτη και να ετοιμάσει το άλλο τους σπίτι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού και ήταν κλειστό, να πάρει νερό και ό,τι πρόχειρα φαγώσιμα είχανε. Όταν σκοτείνιασε για καλά ξεκίνησε με τον Λιτό.

Όταν πια φτάσανε στο σπίτι τους, ο Λιτός του είπε ότι ήταν ανάγκη να βρουν δυο έμπιστους ανθρώπους για να πάνε στην Αγία Ειρήνη να βοηθήσουν τον Κρασόπουλο να κρύψουν τα πράγματα. Εκείνη την ώρα ήταν δύσκολο να βρει άλλους έμπιστους ανθρώπους, έστειλε όμως τα αδέλφια μου Ανδρέα και Νικολή για να βρουν τον Κρασόπουλο. Μετά πήγε στου Χαροκόπου, το σπίτι που έμενε ο γιατρός ο Φραγκιός Οικονομίδης, και του είπε ότι ο Λιτός βρισκόταν στο χωριό. Ταράχτηκε ο γιατρός, και με το δάκτυλο στο στόμα του συνέστησε «σιωπή».

Αργά την ίδια νύχτα ξαναπήγε στον Φραγκιό με τον Λιτό που στο μεταξύ ειδοποίησε και τον Χαροκόπο. Τους άφησε μόνους και όταν τελείωσαν του παράγγειλαν να πάρει τον Λιτό, ήταν πολύ επικίνδυνα να τον κρατούσαν στο σπίτι τους. Τον πήρε στο κάτω σπίτι που μένανε, το άλλο ήταν ακατοίκητο από καιρό και αν ξαφνικά έβλεπαν κάποια ασυνήθιστη κίνηση, θα δίνανε υποψίες. Πέσανε να κοιμηθούνε, ο Λιτός κουρασμένος από το ταξίδι και τις ταλαιπωρίες τον πήρε ο ύπνος, αλλά αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.

Το θεωρούσα τιμή μου να βρεθώ κοντά στον πατέρα Ιωάννη.

Το Σύνθημα

Στο μεταξύ ο Ανδρέας και ο Νικολής ξεκίνησαν για την Αγία Ειρήνη. Όπως τους συμβούλευσε ο Λιτός, μόλις έφτασαν στην παραλία πήραν δυο χοχλάκους και τους κτύπησαν συνθηματικά τρεις φορές λέγοντας: «Άλφα-Ωμέγα, Άλφα-Ωμέγα, Άλφα-Ωμέγα». Βγήκε ο Κρασόπουλος από τον κρυψώνα του ανακουφισμένος και μαζί μετέφεραν τα πράγματα στον στάβλο του Νικόλα Παραγιού, 700 περίπου μέτρα από την παραλία. Εκεί πέρασαν και την υπόλοιπη νύχτα.

Δυο-τρεις ώρες προτού ξημερώσει ξύπνησε τον Λιτό και ξεκίνησαν για την Αγία Ειρήνη.

Όταν φτάσανε στο Άγιο Σπυρίδωνα, στο σταυροδρόμι που χωρίζει ο δρόμος για την Αγία Ειρήνη και τα Σπόα, συνάντησαν τους αδελφούς Γιώργη και Μανώλη Νικολάου Ρεΐση και για κάθε ενδεχόμενο και περισσότερη ασφάλεια, όταν φτάσανε στο σταυροδρόμι που πηγαίνει ο δρόμος προς το βουνό και τον Μακρύ Γιαλό, που πάει προς την Αγία Ειρήνη, ακολούθησαν το δρόμο για το βουνό για να μη φανερώσουν τον τόπο του προορισμού τους. Από το βουνό κατηφόρησαν προς την Αγία Ειρήνη, και όταν φτάσανε στον Σταυρό ακούσανε σκαλαμαντρίσματα μέσα στη νύχτα, ήταν ο αδελφός του ο Ανδρέας.

Η περιοχή της Αγίας Ειρήνης στο Μεσοχώρι όπου ο 19χρονος Γιάννης Ανδρεάδης συνάντησε τον Χριστόφορο Λιτό.

Βλέπεις χωρίς να φαίνεσαι

Είπε στον Ανδρέα να πάει στο αμπέλι τους να ποτίσει, να σκαλίσει και να κάμει τις δουλειές που έκανε και πρώτα, για να μη δώσουν υποψίες. Οι υπόλοιποι πήγαν στο μαντροκάισμα του Γιώργη του Σαρρή, είναι μια τοποθεσία πάνω από τη θάλασσα, βλέπεις όλη τη γύρω περιοχή χωρίς να φαίνεσαι. Είχε πια ξημερώσει και κάτσανε να φάνε από τα φαγητά των κατασκόπων. Μόλις τελείωσαν σκάψανε ένα λάκκο για να κρύψουν τα τενεκεδάκια από τις κονσέρβες και ό,τι άλλο θα μπορούσε να προδώσει την παρουσία των κατασκόπων.

Πάνω από τον Κυμαρά που ’χε τη μάντρα του ο Νικολός ο Γρίβας, είδε τον καπνό και κατέβηκε με τον γιό του Κομνηνό να δει τι συμβαίνει. Ο μικρός, όταν είδε τον Λιτό με το πιστόλι φοβήθηκε, αλλά όταν ο Γρίβας αναγνώρισε τον Λιτό και του είπε ότι στη μάντρα είχε κρέας, τυρί και ψωμί να τους φέρει, ηρέμησε.

Ψάχνανε στα ψηλαφητά

Σε λίγο ήλθε ο Βασίλης Πέρος που τον ειδοποίησε ο Χαροκόπος. Έπρεπε να βρεθεί πιο κατάλληλο μέρος να κρυφτούν οι κατάσκοποι, υπήρχε κίνδυνος να γίνουν αντιληπτοί από τους περαστικούς. Ο Γρίβας που γνώριζε την περιοχή, υπέδειξε μια σπηλιά στην πλαγιά του βουνού, η μετακίνηση έγινε νύχτα για να μη τους πάρει είδηση κάποιος περαστικός. Περπατούσαν μέσα στα κατσάβραχα να μεταφέρουν τον ασύρματο, τις κουβέρτες, τα φαγητά, τα ρούχα και τα όπλα των κατασκόπων. Ξαφνικά, μόλις τελείωσε η μεταφορά έγινε μεγάλη αναστάτωση, κάπου μέσα στη νύχτα έπεσε ένα σακούλι γεμάτο λίρες που έφερε ο Λιτός για την χρηματοδότηση της αποστολής και χάθηκε. Ψάχνανε στα ψηλαφητά, το βρήκε ο Ανδρεάδης και του το έδωσε.

Έπρεπε να βρεθεί πιο κατάλληλο κρησφύγετο

Το άλλο πρωί διαπίστωσαν ότι η σπηλιά δεν ήταν κατάλληλη για μόνιμη εγκατάσταση, η αποστολή έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλο μέρος πιο ασφαλές. Μεταφέρανε τα πράγματα πίσω στο στάβλο του Παραγιού και περίμεναν. Σε λίγο ήλθε ο Χαροκόπος και οι δυο κατάσκοποι με τον Χαροκόπο και τον Πέρο πήγαν λίγο πιο πέρα να σκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν. Τι αποφάσισαν δεν τους είπαν, μόνο ότι θα πήγαιναν κάπου αλλού εκεί κοντά ή και πιο μακριά.

Ο Ανδρεάδης με τον αδελφό του Νικολή και τον Χαροκόπο γύρισαν στο χωριό από διαφορετικούς δρόμους. Τη νύχτα ήλθε με τη βάρκα του ο Νίκος Χατζηλύκος, φόρτωσαν τα πράγματα και πήγαν στο Βροΐση, τους έκρυψε σε μια σπηλιά λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα.

Στη Βωλάδα

Φτάνοντας στο Μεσοχώρι, του έδωσε ο Χαροκόπος ένα κρυπτογραφημένο γράμμα να το πάρει στο γιατρό τον Γιάνναγα (Ιωάννη Οικονομίδη), που τότε έμενε στη Βωλάδα. Το άλλο πρωί προτού ξημερώσει ξεκίνησε για τη Βωλάδα, μέσα στον τουβρά έβαλε δυο-τρία ζευγάρια παπούτσια. Αν τον σταματούσαν η αστυνομία ή οι Γερμανοί θα τους έλεγε ότι πήγαινε στα κάτω χωριά να πουλήσει ή να ανταλλάξει τα παπούτσια με κάτι άλλο.

Στη Βωλάδα πέρασε από του Λιτού το σπίτι, δεν είπε στη γυναίκα του για τον ερχομό του Λιτού, μόνο ότι της έφερε παπούτσια για τα παιδιά και θα ξαναπερνούσε να τον πληρώσει, δεν γύρισε.

Στο σπίτι του Γιάνναγα του είπαν ότι ο γιατρός έλειπε στο Όθος στης Θεοδοσίας Παπαμηνά που ήταν άρρωστη. Αντί να πάει στο Απέρι όπως σχεδίαζε, τράβηξε για το Όθος, βρήκε τον γιατρό, του είπε για την άφιξη του Λιτού και του έδωσε το γράμμα. Του συνέστησε σιωπή και χωρίς άλλη κουβέντα έφυγε για το Μεσοχώρι.

«Πάμε στην Όλυμπο»

Το απόγευμα της ίδιας μέρας γύρισε στο Μεσοχώρι και είπε της μάνας μου να ζυμώσει δυο τρία μικρά ψωμιά να τα πάρει στους κατασκόπους. Μεσάνυχτα ξεκίνησε με τον Νικολή για την Αγία Ειρήνη, αλλά περνώντας απ’ έξω από του Χαζηνικόλα το καφενείο τον είδε ο Brigadiere Micali, τον είδε με τον τουβρά και τον ρώτησε που επήγαιναν  εκείνη την ώρα. Του είπε ότι επήγαιναν στην Όλυμπο, αλλά τον άκουσε που είπε στον αγροφύλακα να τους παρακολουθήσει.

Φτάσανε στην Αγία Ειρήνη, δεν βρήκαν τους κατασκόπους για να τους δώσουν τα ψωμιά και πέσανε να κοιμηθούνε. Το άλλο πρωί είπαν στον αγροφύλακα ότι μέσα στη νύχτα δεν βλέπανε το δρόμο και περιμένανε να ξημερώσει. Αναγκαστικά συνέχισαν για την Όλυμπο, κάτσανε εκεί μια μέρα, κοιμηθήκανε τη νύχτα και την άλλη μέρα γύρισαν στο Μεσοχώρι και συνέχισαν να προφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Λευίτης

Τον παπά-Γιάννη τον γνώρισα στην Αμερική, αν και πιο μπροστά είχα ακούσει πολύ καλά λόγια από δικούς μου και άλλους ανθρώπους για τον γλυκομίλητο και γεμάτο αγάπη παπά από το Μεσοχώρι. Τόσο με εντυπωσίασε η καλοσύνη και το ήπιο ύφος που πολλές φορές, στις διάφορες Καρπαθιακές εκδηλώσεις, προσπαθούσα να κάθομαι δίπλα του. Μου θύμιζε και τον παρομοίαζα με τους γέρους λευίτες παπάδες που γνώρισα όταν ήμουν παιδί και πίστευα, λόγω της αγιοσύνης τους, πως μπορούσα μέσω αυτών να επικοινωνήσω με τον Θεό. Τακτικά μιλούσαμε στο τηλέφωνο, ακόμη ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια του σαν θεόπεμπτη ψαλμωδία.

Καλό σου ταξίδι αλησμόνητε παπά-Γιάννη, έφυγες για το αιώνιο ταξίδι, αλλά άφησες πολλά πίσω σου για να παραδειγματίζονται και να σε μιμούνται οι επόμενες γενιές.

Μανώλης Κασσώτης.