Σαράντα μέρες που’φυες που νάσαι τία κάνεις
κι οι κόρες περιμένουσι ακόμη να ανεφάνεις.
Μήπως επήες στο Χωριό πήες στην Σαλαμίνα
κι οι κόρες και τα ‘γγόνια σου φαρμακωμένα μείνα.
Μούδωσες κάλλα μια ευχή μέσα που την καρδιά σου
ίδια ευχή που έδωσες θεία και στα παιδιά σου.
Και θα την έχω φυλαχτό μέσα εις την ζωή μου
κι η μνήμη σου αιώνια θα μείνει στην ψυχή μου.
Ποσένα κι απ’ την μάνα μου οι δυο ευχές που έχω
σήμερα που σαράντησες τον πόνο δεν αντέχω.
Ήσουν γυναίκα ήρωας και το ‘λεγε η καρδιά σου
με βάσανα τ’ ανάθρεψες τα δύο τα παιδιά σου.
Με βάσανα μα και καημούς στα να γινούν μεγάλα
τα δάκρυα σου πείνανε κάλλα αντί για γάλα.
Από τα χέρια σου δουλειές πάμπολες επεράσαν
και τις εκαλονέθρεψες και τα παλιά ξέχασαν.
Έκανες πάντα το καλό χωρίς να σε ρωτήσου
για αυτό μες στον Παράδεισο θα αναπαυτεί η ψυχή σου.
Ήκαμες θεία μου παιδιά και ‘νέθρεψες εγγόνια
για ανταμοιβή η μνήμη σου θάναι πάντα αιώνια.
Να σε ρωτήσω να μου πεις πως τόκανε η καρδιά σου
να παρατήσεις ορφανά κάλλα μου τα παιδιά σου.
Κάλλα σα βρεις την μάνα μου να χρίσετε το στάβλο
πες της πως έρχομαι και εγώ με το καράβι τ’άλλο.
Αν βρεις και δεις την μάνα μου κάλλα να της μιλήσεις
χίλιες φορές στα μάγουλα να την γλυκοφιλήσεις.
Χίλιες φορές να της το πεις κάλλα να περιμένει
μα ξέρω πως την άφησα με την καρδιά καμμένη.
Πάρε τα χαιρετίσματα κι ούλα ‘πο μένα δώστα
του μπάρμπα Γιώργη του Χαζή,του Νίκου και του Κώστα.
Σαν έχεις ώρα ψάξε βρες, τον μπάρμπα τον Μιχάλη
θα κάεται ανεκούρκουα δίπλα που το μαγκάλι.
Αν βρεις τον θείο το Μηνά (Μενέλαο) με λύρα και δοξάρι
πες του πως ετοιμάζουμαι και νάρθει να με πάρει.
Πολύ χαρά της έδωσες σαν ήρθε στη Αθήνα
τώρα την εφαρμάκωσες κάλλα τη Ζοζεφίνα.
Του Πειραιά τα χώματα βαμβάκι να γινούσι
τα πόδια σου να γιατρευτούν και να μην σε πονούσι.
Το χώμα νάναι πούπουλο που σε ‘χει σκεπασμένη
κι μνήμη σου σε όλους μας παντοτινά να μένει.
Ο θλιμμένος ανεψιός σου
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΖΑΒΟΛΑΚΗΣ
ΗΠΑ