Συνεχίζουμε με τις εκλογικές αντιπαραθέσεις που διέσωσαν η παράδοση και η λαϊκή μούσα του νησιού μας.
Ήβγεν όξω
Κάποτε σ’ ένα χωριό της Καρπάθου η εκλογή του δημάρχου κρίθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Μετά από την καταμέτρηση των ψήφων, οι οπαδοί της νικήτριας παράταξης συγκεντρώθηκαν στο πάνω καφενείο για να γλεντήσουν την νίκη τους. Στο κάτω καφενείο πήγαν οι χαμένοι να κλάψουν για την ήττα τους. Ο Μιχάλης, πού ήταν μια σταλιά άνθρωπος, πήγε όλο χαρά στο πάνω καφενείο να διασκεδάσει κι αυτός, μια κι η ψήφος του έδωσε την νίκη. Τα πρωτοπαλίκαρα του νεοεκλεγέντος τον έδιωξαν κακήν-κακώς γιατί νόμιζαν ότι τους κοροΐδεψε και τους μαύρισε. Άδικα πήγαν οι διαμαρτυρίες του, οι όρκοι και τα παρακάλια του, αυτοί έμεναν ανένδοτοι. Στην πραγματικότητα όμως κάποιος άλλος τους είχε γελάσει. Ο ένοχος, στρογγυλοκαθισμένος με τους νικητές διασκέδαζε, ενώ ο Μιχάλης βλαστημούσε την ατυχία του.
Αφού δεν τον ήθελαν οι νικητές, σκέφτηκε τουλάχιστον να πάει με τους χαμένους. Αντί να πιει γλυκό κρασί, ας πιει πικρό καφέ. Βάζει το κεφάλι κάτω και παίρνει τον κατήφορο για τον κάτω καφενέ. Μόλις δειλά και ντροπαλά μπήκε στο καφενείο, οι χαμένοι άρχισαν να τον σκυλοβρίζουν, και με το δίκιο τους, που για την ψήφο του έχασαν την νίκη, και με τις κλωτσιές τον έβγαλαν έξω. Τώρα ο κακομοίρης δεν είχε που να πάει. Τράβηξε για το σπίτι του, πήρε την λύρα του και ανέβηκε σ’ ένα μικρό ύψωμα απέναντι από το χωριό. Εκεί έπαιζε την λύρα του και όλο παράπονο τραγουδούσε:
Πάω στους πάνω διώχνουν με, οι κάτω λένε όξω
όλων εμπήκε στο κουτί, μ’ εμένα ήβγεν όξω.
Χρυσή Ψήφος
Στα Πηγάδια την παραμονή των εκλογών του 1928, ένας ψαράς που νυχτοξημερώνετο μέσα στις θάλασσες πούλησε πέντε-έξι κιλά ψάρια και πήγε ν’ αγοράσει δέκα κιλά αλεύρι, να ζυμώσει δυο-τρία ψωμιά η γυναίκα του για να φάει η φαμίλια του. Ο έμπορος όχι μόνο δεν του πήρε χρήματα, αλλά αντί για δέκα κιλά του ’δωσε ένα τσουβάλι «κατοστάρικο» λέγοντας του: «Κοίταξε να ψηφίσεις τον Μανωλακάκη (Γιώργο)». Την άλλη μέρα που συνάντησε τον έμπορο στο Σιντριβάνι του είπε συνθηματικά: «Το ψάρι μπήκε μεσα στον κύρτο». Από τότε η ψήφος στην Κάρπαθο έγινε «χρυσή». Μια χρυσή λίρα πουλιόταν το τσουβάλι των εκατό κιλών τ’ αλεύρι.
Ο Γιάγκος
Το 1936, υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές των Πηγαδίων ήταν ο Ανδρέας Χατζηπαναγιώτης και ο Νικολής Λυριστής (Βενιζέλος). Οι ψηφοφόροι ήταν μετρημένοι, όλοι κι όλοι 62. Τα προγνωστικά προέβλεπαν ότι ο νικητής θα έβγαινε με ένα-δυο ψήφους διαφορά. Χαρά ο Γιάγκος που βρήκε την ευκαιρία να τα οικονομήσει. Πλήρωσε ο Λυριστής τον Γιάγκο να τον ψηφίσει, το ίδιο έκαμε και ο Χατζηπαναγιώτης. Αλλά ο Χατζηπαναγιώτης, που δεν είχε εμπιστοσύνη στον Γιάγκο, λογάριασε καλά τις ψήφους του και υπολόγισε ότι από τους 62 ψηφοφόρους είχε σίγουρους τους 31, η ψήφος του Γιάγκου δεν ήταν αναγκαία. Την παραμονή των εκλογών, ο Γιώργος Χριστοδούλου, το πρωτοπαλίκαρο του Χατζηπαναγιώτη, πήρε το Γιάγκο και αφού τον πλήρωσε τον έκλεισε σ’ ένα στάβλο στο Κούρι και, για να είναι σίγουρος πως δεν θα φύγει να πάει να ψηφίσει, του πήρε το παντελόνι.
Την ημέρα των εκλογών όταν ο ήλιος κάθισε και έκλεισε η κάλπη, άφησαν το Γιάγκο ελεύθερο. Το αποτέλεσμα: Χατζηπαναγιώτης 31, Λυριστής 30. Ο Χατζηπαναγιώτης δεν χάρηκε για πολύ τη νίκη του. Τον επόμενο χρόνο ο De Vecchi απέλυσε τους εκλεγμένους δημάρχους και στη θέση τους διόρισε τους Podesta.
Μανώλης Κασσώτης