Στις 6 Σεπτεμβρίου 1943, δυο μέρες προτού ανακοινωθεί η ανακωχή της Ιταλίας με τους Συμμάχους, ένα Γερμανικό τάγμα αποβιβάστηκε στην Κάρπαθο και στις 13 Σεπτεμβρίου, κατόπιν διαταγής του Ναυάρχου Inigo Campioni, η Ιταλική φρουρά της Καρπάθου παραδόθηκε στους Γερμανούς. Οι περισσότεροι Ιταλοί δέχτηκαν με ανακούφιση την διαταγή του Campioni, νόμιζαν πως γι’ αυτούς τελείωσε ο πόλεμος και σύντομα θα γύριζαν στα σπίτια τους, μετά από χρόνια υπηρεσίας σε επικίνδυνα πολεμικά μέτωπα. Όμως, αρκετοί είχαν δεύτερες σκέψεις: Η παράδοση των Ιταλών στους Γερμανούς δεν εγγυάτο και την αγαστή συνεργασία μεταξύ τους και προέβλεπαν αρκετά εμπόδια μέχρι να επιστρέψουν στη πατρίδα τους.
Άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Κάρπαθο
Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Ιταλούς στα Πηγάδια για να τους στείλουν στην Κρήτη με τελικό προορισμό την Βόρειο Ιταλία, όπου κυβερνούσε ο Μουσολίνι με την υποστήριξη των Γερμανών. Στις 18 του Σεπτέμβρη ήρθε ένα φορτηγό πλοίο και πήρε μερικές εκατοντάδες Ιταλούς στην Κρήτη και μετά από δυο μέρες επέστρεψε για να πάρει και άλλους, που δεν είχαν την ίδια τύχη: Την ώρα που οι Ιταλοί επιβιβάστηκαν και το φορτηγό ετοιμαζόταν να αποπλεύσει, ήρθαν 3-4 αγγλικά αεροπλάνα, που άρχισαν να βομβαρδίζουν και να πολυβολούν το φορτηγό και τους αιχμαλώτους. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν τη ζωή τους 12 Ιταλοί στρατιώτες και άλλοι 72 να τραυματιστούν. Το ίδιο βράδυ το φορτηγό ανεχώρησε για την Κρήτη, με όσους επέζησαν, αλλά δεν ξαναγύρισε.
Στρατόπεδα αιχμαλώτων
Μερικές μέρες αργότερα, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους υπόλοιπους Ιταλούς σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στο Τηλέγραφο, στην Δαματρία και στην Κυρά Παναγιά με σκοπό να τους στείλουν στην Κρήτη, όταν θα βρισκόταν κατάλληλο μέσο. Αρκετοί προσπάθησαν να κρυφτούν στα πιο κοντινά χωριά και στα μετόχια με την βοήθεια των κατοίκων του νησιού. Ορισμένοι, για περισσότερη ασφάλεια, πήγαν στο Μεσοχώρι και μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να δραπετεύσουν με μια βάρκα, αλλά δεν τα κατάφεραν, λόγω κακοκαιρίας. Μετά από μερικές μέρες οι περισσότεροι δραπέτες άρχισαν να παραδίδονται, προτού περάσει η προθεσμία που έδωσαν οι Γερμανοί, από έλλειψη τροφής και τον φόβο των Γερμανών που έστελναν περιπόλους στα χωριά.
Alessandro Orofino
Ένας Ιταλός στρατιώτης, ο Alessandro Orofino, κρυβόταν στο Απέρι. Είχε περάσει η προθεσμία που είχαν δώσει οι Γερμανοί, χωρίς να παραδοθεί. Στις 23 Οκτωβρίου, κατόπιν προδοσίας, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον εκτέλεσαν χωρίς καμιά διαδικασία.
Michele Memola, το “Τενεντάκι”
Ο Michele Memola, ανθυπολοχαγός αντιαεροπορικών, ήταν ένας από τους λίγους Ιταλούς που αποφάσισαν να μη παραδοθούν και κρυβόταν στην περιοχή του Μεσοχωρίου. Στην αρχή, τον φιλοξένησαν και τον έκρυψαν στα σπίτια τους αρκετοί Μεσοχωρίτες, όπως οι Μανώλης Μοσχονάς, Γιώργος Πολίτης, Πάσχος Σταματιάδης και Μανώλης Χαροκόπος. Ο Μανώλης Μοσχονάς, για να μη τον αναγνωρίσουν οι Γερμανοί, του έδωσε το κοστούμι του Γιάννη Ν. Μοσχονά που έλειπε στην Αμερική και ήταν στα μέτρα του. Λόγο του βαθμού του και επειδή ήταν μικρόσωμος τον αποκαλούσαν το “Τενεντάκι”.
Στο Αλωνάκι
Όταν σταθεροποιήθηκε η θέση των Γερμανών στην Κάρπαθο, η θέση των Ιταλών χειροτέρευσε. Οι Μεσοχωρίτες που προστάτευαν τον Memola κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσε να μένει άλλο στο χωριό, θα τον έβρισκαν οι Γερμανοί και θα είχε τη τύχη του Alessandro. Μόνη λύση η μετακόμιση του στο Αλωνάκι, όπου ο Γιώργος Πολίτης είχε ένα στάβλο. Απείχε δυο χιλιόμετρα από το Μεσοχώρι, σε μια ρεματιά και σε αρκετή απόσταση από το μονοπάτι που οδηγούσε από το Μεσοχώρι στα Σπόα.
Ο στάβλος έγινε η μόνιμη κατοικία του Memola, όπου τον επισκέπτονταν οι Μεσοχωρίτες να του κάνουν παρέα και να του φέρουν φαγητό, από το λίγο που είχαν για τον εαυτό τους. Το φαγητό του συμπλήρωνε με αγριόχορτα που μάζευε από την γύρω περιοχή και με ψάρια που ψάρευε με το καλάμι και άλλα θαλασσινά που έβρισκε στην παραλία του Μακρύ Γιαλού.
Αποφάσισε να αυτοκτονήσει
Μέρα με την μέρα η κατάσταση χειροτέρευε, οι Γερμανοί αύξησαν τις περιπολίες τους στην περιοχή του Μεσοχωρίου. Έπιαναν ντόπιους Καρπάθιους για ομήρους, για να μαρτυρήσουν που κρυβόντουσαν οι φυγάδες Ιταλοί. Μεταξύ των φυγάδων ήταν ο υπολοχαγός Aldo Patruno, του οποίου το πτώμα, στις 5 Νοεμβρίου 1943, βρέθηκε σε μια ρεματιά. Μετά από δυο μήνες γεμάτος αγωνία, ο Memola απελπίστηκε και μη βρίσκοντας άλλη λύση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει και να δώσει τέλος στο δράμα του. Πήρε το υπηρεσιακό του περίστροφο, το στήριξε στον κρόταφο του, έτοιμος για το μοιραίο. Τη τελευταία στιγμή μετάνιωσε. Η σφαίρα καρφώθηκε στο ταβάνι του στάβλου. Είχε αποφασίσει να παραδοθεί.
Στις Μενετές
Ο Memola δεν είχε εμπιστοσύνη στους Γερμανούς, φοβόταν πως θα είχε την τύχη του Alessandro, παραδόθηκε στον σταθμάρχη του Αστυνομικού Σταθμού Μεσοχωρίου Brigadiere Antonio Micali, στον οποίο παρέδωσε και το υπηρεσιακό του περίστροφο, και στον carabiniere Stella. Τον μετέφεραν στις Μενετές και τον παρέδωσαν στον Γερμανό υπολοχαγό Stoltsmann, υπεύθυνο για τους Ιταλούς φυγάδες. Στις Μενετές, ο Stoltsmann τον έθεσε σε περιορισμό στο ανώγι του σπιτιού του Νικόλα Διακονή, που έλειπε στην Αμερική. Η γυναίκα του Διακονή η Χατζηρηγοπούλα-Φωτεινή, μαζί με το γιό τους Κωστή έμεναν στο κατώγι και πολλές φορές του έδιναν από το λίγο φαγητό που είχαν για τον εαυτό τους.
Μετά από μερικούς μήνες, στις 17 Μαΐου 1944, ο Stoltsmann έστειλε τον Memola στη Ρόδο, όπου συνάντησε τον συνεργάτη του Μανώλη Χαροκόπο. Απ’ εκεί οι Γερμανοί, στις 31 Μαΐου, τον έστειλαν στην Αθήνα και σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Γερμανία, στις 8 Αυγούστου 1944. Εκεί έμεινε μέχρι το 1945, που απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους και επέστρεψε στο σπίτι του στην Ιταλία.
Επιστροφή στην Κάρπαθο
Τα χρόνια περνούσαν, αλλά, ο Memola δεν ξέχασε τους Μεσοχωρίτες που, στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, τον προστάτευσαν και τον βοήθησαν να σωθεί και να επιζήσει, με κίνδυνο της ζωής τους. Δυο φορές, το 1968 και το 1971, επισκέφτηκε την Κάρπαθο. Ζούσαν ακόμη οι σωτήρες του, πήγε να τους ευχαριστήσει. Τον φιλοξένησαν στα σπίτια που τον έκρυβαν. Πήγε στο Αλωνάκι και μόλις μπήκε στο στάβλο κοίταξε το ταβάνι. Πάνω σ’ ένα δοκάρι, ήταν σφηνωμένη η σφαίρα που προόριζε για τον εαυτό του.
Τα χρόνια περνούσαν και όταν βρισκόταν μόνος του η σκέψη του έτρεχε στα περασμένα, και στη μνήμη ξαναζωντάνευαν τα δραματικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έζησε. Τα κατάγραφε με σκοπό να τα εκδόση σε βιβλίο. Αλλά έφυγε για το αιώνιο ταξίδι, προτού προφθάσει να εκτελέσει την τελευταία του επιθυμία.
Τα χρόνια περνούν, οι μνήμες μένουν
Ένα μήνα προτού αναχωρήσω για τις θερινές μου διακοπές στην Κάρπαθο, πήρα ένα μήνυμα από την Ιταλία. Ήταν από τον Massimo Marino Memola, γιο του Michele Memola: Στις 24 Ιουλίου θα ερχόταν στην Κάρπαθο για μια εβδομάδα, επιθυμούσε να γνωρίσει και να ευχαριστήσει τους απογόνους των ανθρώπων που βοήθησαν τον πατέρα του. Επίσης ήθελε να διασταυρώσει και να συμπληρώσει τις πληροφορίες που κατέγραψε ο πατέρας του, προτού εκδώσει το βιβλίο. Μαζί του ερχόταν ο ανεψιός του πατέρα Gioacchino Memola, ανώτερος αξιωματικός του Ιταλικού Στρατού. Μου ζήτησε να τους βοηθήσω.
Προετοιμασία
Μόλις έφτασα στην Κάρπαθο επικοινώνησα με την λυκειάρχη Θεοχάρη Χαροκόπο, γιο του Μανώλη Χαροκόπου και φίλο από τα γυμνασιακά μας χρόνια. Είναι από τους λίγους, που παιδί τότε έζησε τα γεγονότα και λόγω της συμμετοχής του πατέρα του τα γνώρισε από πρώτο χέρι. Ο Θεοχάρης γνώριζε τους απογόνους, δηλαδή τα εγγόνια, των ανθρώπων που βοήθησαν τον Memola. Ήρθε σε επαφή μαζί τους και καταστρώσαμε το σχέδιο μας.
Επί το έργο
Στις 25 Ιουλίου, με τον Θεοχάρη και τους νεοαφιχθέντες Massimo και Gioacchino πήγαμε στο Μεσοχώρι. Στο καφενείο του, κοντά στην εκκλησία της Βρυσιανή, μας περίμενε ο Γιάννης Μοσχονάς και μόλις τον αντίκρυσε ο Massimo έπεσε στην αγκαλιά του και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια τους. Από την σκέψη τους περνούσαν σκηνές και γεγονότα από τα χρόνια του πολέμου. Δεν τα έζησαν, αλλά τα είχαν ακούσει πολλές φορές από γονείς, παππούδες και άλλους συγγενείς τους, που αποτυπώθηκαν στη μνήμη τους. Εβδομήντα πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο ανθρωπισμός φάνηκε πιο δυνατός από την σκληρότητα του πολέμου. Η ιστορία του “Τενεντάκι” μένει ζωντανή στην μνήμη των Μεσοχωριτών και αποτελεί μέρος της λαϊκής παράδοσης του χωριού.
Περπατήσαμε μέσα από τα πετρόκτιστα σοκάκια του χωριού, από τα ίδια που στα χρόνια του πολέμου περπατούσε ο πατέρας του, μόνο νύχτα και με μεγάλη προφύλαξη. Σταματήσαμε στα σπίτια, που με κίνδυνο της ζωής τους τον έκρυβαν οι Μεσοχωρίτες, να τον προστατεύουν από τους Γερμανούς. Τα βρήκαμε κλειστά, οι ιδιοκτήτες τους είχαν φύγει για το αιώνιο ταξίδι. Αλλά, είχαμε την αίσθηση πως άνοιξαν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν τον γιο του “Τενεντάκι” και να διηγηθούν την ιστορία τους.
Την επόμενη πάλι στο Μεσοχώρι με προορισμό το Αλωνάκι και με οδηγό τον Γιάννη Σαρρή. Ο Massimo ήθελε να δει τον στάβλο του Πολίτη, που για δυο μήνες είχε γίνει ο κρυψώνας του πατέρα του. Ήταν μισογκρεμισμένος, αλλά ένιωθες τη ζεστασιά και την ασφάλεια που κάποτε πρόσφερε στο “Τενεντάκι”. Επιστρέφοντας στο Μεσοχώρι σταματήσαμε στη “Στεφανά”, όπου μας φίλεψε η Φούλα Ρεΐση-Χαλκιά. Απ’ εκεί πήγαμε στον Λευκό, μας περίμενε ο Γιάννης Μοσχονάς, ο οποίος στο εστιατόριο του “Δραμουντάνα” μας πρόσφερε πλουσιοπάροχο γεύμα. Στο Μεσοχώρι, μαζί με τη συγκίνηση που νιώσαμε, γευτήκαμε και τη πατροπαράδοτη φιλοξενία των Μεσοχωριτών.
Στις Μενετές
Στη επιστροφή σταματήσαμε στις Μενετές, ο Massimo ήθελε να δει το σπίτι του Διακονή όπου, τον Ιανουάριο του 1944, ο Stoltsmann περιόρισε τον πατέρα του για τέσσερις μήνες. Με την βοήθεια του παρέδρου της κοινότητας Μενετών Γιώργου Σπανού και του Γιάννη Οθείτη το εντοπίσαμε. Το διώροφο σπίτι, από τα πιο παραδοσιακά των Μενετών, βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Την επομένη ο Massimo ξαναπήγε στις Μενετές, με τον σημερινό ιδιοκτήτη του σπιτιού Μιχάλη Φράγκο, ήθελε να δει το εσωτερικό του σπιτιού, που οι Γερμανοί είχαν περιορίσει τον πατέρα του.
Στο Ιταλικό νεκροταφείο
Επιστρέφοντας στα Πηγάδια, σταματήσαμε στο Πλατύολο στο πρώην Ιταλικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Ο Massimo ήθελε να εκπληρώσει παραγγελία συμπατριωτών του, που γονείς και παππούδες τους είχαν ενταφιαστεί στο νεκροταφείο: Επιθυμούσαν να τους φέρει λίγο χώμα από το νεκροταφείο. Το βρήκαμε σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ο σταυρός και ότι άλλο διακοσμητικό υπήρχε είχαν καταστραφεί και εξαφανιστεί και όλος ο χώρος του νεκροταφείου είχε καληφθεί από τα “τσαΐλια” κάποιας οικοδομής που είχε ανακαινιστεί. Ο πόνος ήταν ζωγραφισμένο στα πρόσωπα των Ιταλών και η ντροπή στο δικό μου. Δεν περιγράφεται πως ένιωσα.
Περιμένουμε την έκδοση του βιβλίου
Μετά από μερικές μέρες έφυγαν οι Massimo και Gioacchino για την πατρίδα τους ικανοποιημένοι με τις πληροφορίες που τους δώσαμε για το “Τενεντάκι”. Μείναμε και εμείς ευχαριστημένοι. Το βιβλίο του Massimo Memola, που πρόκειται να κυκλοφορήσει του χρόνου, θα διασώσει ένα μέρος από την πρόσφατη ιστορία της Καρπάθου και θα κάμει γνωστόν τον ανθρωπισμό που επικρατούσε στο νησί μας στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Μανώλης Κασσώτης